Είμαι και εγώ ένας από αυτούς που αγαπούν τον τόπο τους. Όπως πολλοί άλλοι. Επιφανειακά ή όχι, δεν μπορώ να ξέρω. Αν είμαι προϊόν κρατικής προπαγάνδας, επίσης. Τον αγαπάω όμως, έχω την έννοια του.
Είναι μάνα η Ελλάδα και την πονάω. Και εγώ προσπαθώ να είμαι γιος καλός, πάντα στο πλευρό της. Να βρίσκω λύσεις, να κλείνω τρύπες. Να βάζω πλάτη στα δύσκολα. Μαζί με τους πολλούς πολλές φορές, αλλά και μερικές απέναντί τους αν χρειαστεί. Να την προστατεύω όπως μπορώ.
Δεν ξέρω γιατί έχω συνδέσει την ευτυχία μου τόσο στενά με αυτή. Ίσως να μην έπρεπε. Ίσως να είναι αλυσίδες για την ψυχή και τις όποιες δυνατότητες μπορεί να έχει κανείς σαν άνθρωπος. Είναι όμως έτσι.
Και δεν είναι ούτε ηρωικό, ούτε ξεχωριστό. Είναι απλά έτσι.
Πονάω όταν πονάει, φοβάμαι όταν φοβάται, καθηλώνομαι όταν καθηλώνεται.
Έφτασα 40 και δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα από πάνω της. Γέλασα μαζί της. Έκλαψα μαζί της. Πέταξα μαζί της. Βουλιάζω μαζί της.
Δεν έχω επιλογή.
Βρίσκομαι στον πάτο μαζί της και το πιθανότερο είναι να έχω ξοδέψει πια το μισό οξυγόνο που χωράει σε μια ζωή. Μου έχουν μείνει κάπου άλλες τόσες ανάσες, σίγουρα όχι πολλές παραπάνω.
Προσπαθώ να την σηκώσω, να κολυμπήσει μαζί μου προς τα πάνω. Είναι βαριά, απρόθυμη. Την κοιτάω έντονα, απαιτητικά, με φόβο και πανικό στα μάτια μου.
Έχει μια ηρεμία στο όμορφο, μεσογειακό της πρόσωπο, με τις αδρές χαρακιές του ήλιου και της θάλασσας. Με κοιτάει με τα ευγενικά, υγρά, καστανά της μάτια και με ηρεμεί και εμένα. Μου δείχνει ολόγυρα τον πυθμένα και σηκώνει ανέμελα τους ώμους της, σαν να μου λέει; ‘’Κι αν έτσι λοιπόν, και τι έγινε;’’.
Και μαλακώνω κι εγώ. Κι εκεί που την τραβούσα και προσπαθούσα να την σηκώσω, την αφήνω, αφήνομαι και ακουμπάω στο πάτο μαζί της. Δένω τα χέρια μου γύρω από τα γόνατα και την κοιτάω.
‘’Και τώρα τι ρε μάνα;’’ , σκέφτομαι και την κοιτάω γλυκά.
Σηκώνει πάλι τους ώμους και με κοιτάει με όλη την γλύκα του κόσμου. Μου δείχνει τα χέρια της. Τις χαρακιές της. Πιάνει το χέρι μου και τ’ ακουμπάει πάνω τους. Και λίγο μετά στην καρδιά της.
Καθόμαστε πλάι πλάι. Τα χέρια μου γύρω από τα γόνατα, εκείνης πίσω από την πλάτη να χώνονται νωχελικά στην άμμο.
Για όσες ανάσες μου έμειναν, θα είμαι στο πλάι σου. Δεν έχω πού να πάω, δεν είμαι φτιαγμένος για πουθενά αλλού. Δεν ξέρω γιατί. Γιατί έτσι.
Κι αν θελήσεις ποτέ να ξαναβγείς στην επιφάνεια, ελπίζω να έχω κι εγώ μια-δυο ανάσες να σε βοηθήσω προς τα πάνω.
Και μία ακόμα να προφτάσω να σε δω να λάμπεις κάτω από τον ήλιο.
Κι αν ούτε αυτό, ας είναι το παιδί μου, αυτή είναι η ματαιοδοξία μου…
Ωραία είναι εδώ ρε μάνα, ήρεμα, πες μου καμιά ιστορία, ένα γλυκό νανούρισμα. Κουράστηκα λίγο, να γείρω λίγο στον ώμο σου να πάρω δύναμη. Να κρατήσω δύναμη.
Μάνος Χουρδάκης