Έρχονται μερικές φορές που ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσεις την αντικειμενικότητα και αυθεντικότητα σε αυτό που γράφεις, δεν είναι άλλος από το να παραβείς έναν από τους βασικότερους κανόνες της πολιτικά ορθής αρθρογραφίας, αυτόν της αποστασιοποίησης, βουτώντας την πένα σου στο μελάνι του…υποκειμένου σου.
Η σημερινή μέρα λοιπόν, είναι για τον γράφοντα μια από αυτές τις απόλυτα αρνητικές σε επίπεδο επαγγελματικό, με αναποδιές σε ταυτόχρονα μέτωπα και προβλήματα με δύσκολες λύσεις. Μέρα νευρικότητας, παρεξηγήσεων και απόλυτα κακής ενέργειας, η οποία έχει ξεκινήσει από το κλείσιμο της δουλειάς χθες και συνεχίζεται αμείωτα όσο γράφω αυτές τις γραμμές.
Μέσα σε μια τόσο τοξική λοιπόν μέρα, που όλοι μας έχουμε βρεθεί και σίγουρα θα ξαναβρεθούμε, επιβίωσε παραδόξως και η ανάγκη και άρα χρόνος για να αναφερθώ σε δυο ώρες που κατάφεραν με ένα μαγικό τρόπο να αποκτήσουν την δική τους αυτονομία.
Δυο ώρες κινηματογραφικές, τις οποίες είχα δεσμεύσει από το ξεκίνημα τις χθεσινής μέρας, πολύ πριν πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου, παίρνοντας τα ανάλογα εισιτήρια και αφορούσαν στην ταινία Σνούπυ ή κατά τους ‘’γνώστες’’ Πίνατς, την αναβίωση της απίθανης παρέας του κυρίου Σουλτς στην οθόνη μετά από 30 και βάλε χρόνια.
Με νεύρα και μαύρες σκέψεις έφυγα βιαστικός από τη δουλειά για το σινεμά, με το ευτυχές προνόμιο να βρίσκομαι στη θέση μου είκοσι μόλις λεπτά μετά, ίσως από την άλλη και δυστυχές, καθώς ο εγκέφαλος συνέχιζε να σιγοβράζει ακόμα, μην έχοντας προλάβει να κατεβάσει θερμοκρασία σε τόσο σύντομο διάστημα.
Είχα ήδη μετανιώσει που βρέθηκα εκεί όταν πια ξεκινούσε η προβολή, πιστεύοντας πως, σε μια τόσο κακότροπη μέρα, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να κάψω μια από εκείνες τις ταινίες που περίμενα…πολύ. Ήταν τέτοιο όμως το μπλοκάρισμα του μυαλού μου, ώστε απλά να παραμείνω στη θέση μου από αδράνεια και τίποτα περισσότερο.
Και ο Σνούπυ -Πίνατς για τους…γνώστες είπαμε, μακριά από εμάς αυτά- ξεκίνησε.
Και όλα ξεχάστηκαν, καθώς βρέθηκα από το πρώτο δευτερόλεπτο να ψαχουλεύω μέσα στην ψυχή μου γράμματα, εικόνες, νότες, ό,τι μπορούσα να ανακαλέσω, πράγματα τα οποία είχα αποφύγει συστηματικά να φρεσκάρω όλο αυτό τον καιρό, για να μην αυθυποβληθώ προς όποια κατεύθυνση.
Κι όσο η ταινία προχωρούσε, τόσο η φουσκοθαλασσιά μεγάλωνε μέσα μου. Σκηνές, στιγμές, ατάκες, γκριμάτσες, τραβούσαν κορδόνια που είχα ξεχάσει πως υπήρχαν, με την κρυφή τους άκρη πολύ βαθιά θαμμένη μέσα μου, εκεί, κοντά στους πρώτους ήχους, τις πρώτες μυρωδιές, τα πρώτα πρόσωπα, τις πρώτες φιλίες της ζωής μου.
Δυο ώρες γεμάτες, με κάθε τους δευτερόλεπτο να μεταφέρει αυτή την θέρμη, την εκτυφλωτική ευκρίνεια και καθαρότητα των πρώτων χρόνων της ζωής, τότε που ο μέγας Σουλτς χάραζε δρόμους στην ψυχή μου, χωρίς καν να το καταλαβαίνω. Λέξεις, σκέψεις που απλά ψυχανεμιζόμουν μικρός , που άνοιγαν περάσματα τότε για να περπατηθούν…σήμερα.
Δρόμους που μιλούν για ανασφάλεια, προσωπική υπέρβαση, για την μοναξιά που μπορεί να συνοδεύει το καλό κ’αγαθό στη ζωή. Για μεγάλους-κακόφωνες τρομπέτες στον κόσμο των παιδιών, αλλά και όνειρα υπέροχα, που διακόπτονται από άλλα όνειρα μόνο και τίποτα λιγότερο.
Μαγεία. Απόλυτη μαγεία. Και έκπληξη, μαζί με συγκίνηση.
Γιατί συνειδητοποίησα πως ο Σνούπυ δεν ήρθε τελικά σε εμένα, κλείνοντας μου το μάτι, όπως περίμενα να έχουν προνοήσει οι δημιουργοί του. Ο Σνούπυ έμεινε εκεί που τον άφησα, καλώντας με απλά πίσω. εκεί, κάπου στο ’80.
Χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει τίποτα. Με τα ίδια ντυσίματα, τα ίδια παιχνίδια, τα ίδια χρώματα με τότε. Στα πρώτα χρόνια του σχολείου. Στο θρανίο μου.
Εκεί που ο Σνούπυ είχε αφήσει ένα γράμμα από το παιδί του τότε, στον μεγάλο του σήμερα. Ένα γράμμα που καλά-καλά δεν μπορούσα να διαβάσω πόσο μάλλον να το γράψω όταν μου το υπαγόρευε, ήξερα όμως πως θα καταλάβω μετά.
Που γράφει για όλα αυτά που ήταν κι όσα δεν ήταν να γίνω.
Ένα γράμμα που κάποια στιγμή ξέχασα πως υπήρχε, πως με περιμένει.
Όταν τα φώτα άναψαν, ήρθε και το δεύτερο κομμάτι του έργου, το πιο ωραίο, ένα αναπάντεχο κλείσιμο. Κοιτούσα γύρω μου κι έβλεπα παντού παιδιά 40 χρονών και πάνω. Να έχουν έρθει τα περισσότερα μόνα τους, μερικά μόνο με τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Παιδιά που είχαν κι αυτά ξεχάσει το κρυμμένο γράμμα του Σνούπυ, μα μόλις έμαθαν για αυτόν έτρεξαν να τον ξαναδούν, για να πάρουν κι αυτά στο τέλος το δικό τους δώρο.
Βγήκα έξω άλλος άνθρωπος, ίσιος, φρέσκος. Είχα τραβήξει αυτά τα παλιά κορδόνια και είχα δέσει ξανά τα παπούτσια μου καλά, όπως τότε.
Έτοιμος να περπατήσω εκείνους τους δρόμους.
Κι αν ξαναλυθούν και σκοντάψω, μικρό το κακό, ξέρω πια τα κορδόνια που πρέπει να τραβήξω.
Εκεί στο πατρικό μου, είναι ο δικός μου Σνούπυ.
Τον έχω αφήσει στην ντουλάπα μου, παρέα με άλλο ένα φιλαράκι του. Λέω να περάσω μια βόλτα μια απ’ αυτές τις μέρες, πού ξέρεις, μπορεί να έχει και εκείνος κάτι ακόμα να μου πει, δεν θα’ ναι κι η πρώτη φορά.