Εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι του Μάρτη ήταν ζεστό, όπως άλλωστε συνηθίζεται στην καλότροπη, μεσογειακή μας χώρα. Με μια γλυκιά αίσθηση, αυτή την περίφημη ραστώνη-τι υπέροχη λέξη, αλήθεια- άρχισα σιγά-σιγά να ετοιμάζομαι, καθώς είχαμε κανονίσει να πάμε για φαγητό με τον Παναγιώτη, τον Άρη και τις κυρίες, ως σωστοί νοικοκυραίοι.
Βρεθήκαμε στην Κηφισιά, σε μια κλασσική εξοχική ταβέρνα, φάγαμε, εγώ με τον Παναγιώτη πειράξαμε τον Άρη για τα ποδοσφαιρικά και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε.
Το ραντεβού είχε δοθεί όπως πάντα στο πατρικό μου, με τον Βαγγέλη, τον Γιάννη, τον Νικόλα και βουρ για το γήπεδο μαζί με τον πατέρα μου. Τι θα γίνει, πώς, ποιοι θα παίξουν, αγωνία, προσμονή, αισιοδοξία, αίσθημα θαλπωρής ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα και άλλα τόσα συναισθήματα μαζί, όπως μόνο το μπλέντερ της μπάλας ξέρει να θρυμματίζει και να ομογενοποιεί αμείλικτα, δημιουργώντας αυτόν τον απερίγραπτο χυμό…ζωής.
Με το βήμα να ανοίγει όλο και περισσότερο, δεν χρειάστηκε παρά λίγα λεπτά για να βρεθούμε στο γήπεδο, ένα γήπεδο γεμάτο όσο δεν πάει, με παρέες εδώ, παρέες εκεί, κι όλοι ένα, με τον δροσερό αέρα της Πάρνηθας να υποκύπτει μέσα σε αυτό το καμίνι θετικής ενέργειας και πάθους.
Και το παιχνίδι ξεκίνησε. Κι αυτό που έγινε, Ιστορία και δεν ξεχνιέται ποτέ.1,2,3,4. Και πασούλες, ποδιές, τακουνάκια μετά, με την ομάδα να διαλύει τον μεγάλο αντίπαλο, να τον καταστρέφει όπως κανείς άλλος, κατεβάζοντας στο τέλος στροφές από οίκτο και μόνο.
Κι από το 30 και μετά, όταν όλα πια είχαν τελειώσει, τα μπετά να χορεύουν μέχρι και τη λήξη μαζί με 60000 ανθρώπους. Ανθρώπους ευτυχισμένους. Δικαιωμένους. Υπερήφανους για μια ομάδα που αντιτάχθηκε στο κατεστημένο, πάλεψε, προσπάθησε και το νίκησε. Μέσα στο γήπεδο, εκεί που μετράει.
Και μια ευτυχία τόσο, μα τόσο μεγάλη, τόσο διαυγής, που διέλυε κάθε διάθεση αντιπαράθεσης, πειράγματος, έπαρσης.
Ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που όλα ήταν σωστά. Μα όλα όμως.
Η μέρα, η ώρα, η ομάδα. Οι φίλοι, η χώρα, η ζωή. Το παρόν, το παρελθόν κι αυτά που έρχονταν.
Γύρισα σπίτι ζαλισμένος, ούτε που θυμάμαι πότε, ούτε πώς. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι έπεσα στο κρεββάτι πολύ κοντά σε αυτό που λένε ευτυχισμένος.
Και από τότε δεν σηκώθηκα, δεν ξύπνησα ποτέ, έπεσα σε κώμα και ακόμα παραμένω έτσι. Ίσως ακόμα να μην έφτασα καν σπίτι, ίσως να γλίστρησα σε κανά πανηγυρισμό και να χτύπησα το κεφάλι μου στα σκαλιά.
Όπως και νά ‘χει, ένα είναι σίγουρο, τίποτα από αυτά που ζω τώρα δεν είναι αληθινό, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως αυτό που γράφω ή σκέφτομαι τώρα είναι μέσα στο μυαλό μου και μόνο.
Γιατί τίποτα δεν είναι πιο λογικό από αυτό.
Και εξηγούμαι.
Εκείνη την ημέρα, η ομάδα μου ήταν πρωταθλήτρια στο γήπεδο και απόλυτα ανταγωνιστική σε κάθε επίπεδο. Ό,τι κι αν γινόταν μετά, είναι απίθανο να διαλύθηκε και να υποβιβάστηκε μερικά χρόνια μετά, για να επανέλθει μόλις φέτος.
Εκείνη την ημέρα, η χώρα ήταν απόλυτα σταθερή. Υπήρχε πρόβλημα με τον δανεισμό και μια… υστερολυμπιακή κόπωση, όπως και μια γενικότερη κάμψη είχε αρχίσει να εμφανίζεται, ο κόσμος όμως είχε δουλειά, υψηλό ηθικό και…έξωθεν καλή μαρτυρία. Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσαμε από εκεί στο 40% ανεργία, σε ουρές για συσσίτια και σε διεθνή εξευτελισμό, δεν υπάρχει καμία διαδρομή λαθών που να μπορεί να έχει οδηγήσει εκεί.
Εκείνη την ημέρα, η ζωή ήταν εύκολη, ωραία. Όλες οι επιλογές, σωστές ή λάθος ήταν ποιοτικές και ποτέ επιβίωσης, το θέμα ήταν πώς θα γίνει η ζωή ακόμη μεγαλύτερη, όχι πώς θα βγει η μέρα ή ο μήνας. Πώς θα μπορούσε από εκείνο το επίπεδο να έχουμε φτάσει σε σημείο που δεν βγαίνει ο μήνας, που δεν πάμε διακοπές, έχοντας καταργήσει τη θέρμανση, ψωνίζοντας μόνο από τις προσφορές του σουπερμάρκετ; Δεν έχει απολύτως καμία λογική, δεν μπορεί μέσα σε τόσο λίγα χρόνια, αν υποθέσουμε πως είμαστε τώρα στο τέλος του 2015, να κατέρρευσε όλη η οικονομία και η κοινωνία.
Κι αν όλα αυτά επιδέχονται αμφισβήτησης, το μόνο σίγουρο είναι πως στο παρακάτω κανείς δεν μπορεί να αντιπαραθέσει επιχειρήματα.
Εκείνη την ημέρα υπήρχαν δύο μεγάλα κόμματα, το ΚΚΕ και ένας Καρατζαφέρης, Και ήταν θλιβερό που υπήρχε κι αυτός, αλλά τι να κάνεις, κάθε σύστημα πρέπει να εκτονώνει τη βλακεία του κάπου. Ποιος όμως θα μπορούσε να υποστηρίξει, με σώας τας φρένας, πως ο Καραμανλής είναι σήμερα κλεισμένος στη Ραφήνα, ο Γιωργάκη έφυγε σχεδόν με ελικόπτερο και ο Σαμαράς έδωσε τη θέση του σε αυτό το χαρωπό παιδί που είχε κατέβει για υποψήφιος δήμαρχος Αθηνών με το κόμμα του Αλαβάνου; Ποιος θα μπορούσε να αποδείξει πως είναι λογικό σήμερα να έχουμε μισό εκατομμύριο φασίστες κι άλλο μισό εκατομμύριο να πιστεύει πως μας ψεκάζουν; Nα έχουμε βγάλει υπουργό ανάπτυξης τον Λαφαζάνη, υπουργό Παιδείας τον Φίλη και τον Κουράκη, πρόεδρο Βουλής τη Ζωή, βουλευτή την Ραχήλ και τον Νικολόπουλο; Να έχουμε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ το Φοφίκο, τον Σταύρο Θεοδωράκη να έχει κάνει κόμμα που το λένε Ποτάμι και στην ΝΔ να έχει γίνει του…Τζιτζιμιμίκου; Να έχουμε Υπουργό Οικονομικών ένα ψυχωσικό ανέκδοτο, για να τον διαδεχθεί ένα άλλο, αφασικό; Να κρέμεται όλη η χώρα από τον…Λεβέντη;
Πώς είναι δυνατόν ένας λαός, 7 ολόκληρα χρόνια, να πιστεύει πεισματικά σε θεωρίες συνομωσίας και Παΐσιους και να αρνείται να εφαρμόσει οφθαλμοφανείς μεταρρυθμίσεις που θα πάνε την χώρα μπροστά;
Κι ακόμη περισσότερο, ακόμη κι αν στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας όλα γίνονται, πώς γίνεται σε τόσο σύντομο διάστημα να έχει ανατιναχθεί όλη η Μέση Ανατολή, η Τουρκία και η Ρωσία να έχουν δικτατορίες με την Ουγγαρία στα προσεχώς, η Γαλλία να έχει Λεπέν στα πρόθυρα πρωθυπουργίας και η Μεγάλη Βρετανία να ετοιμάζεται να την κάνει; Πώς γίνεται να έχουν αφήσει φανατικούς να καίνε ανθρώπους σε κλουβιά, να αποκεφαλίζουν και να καρφώνουν κεφάλια στα κάγκελα; Κι άλλοι να βάζουν παιδιά στη μέση του πελάγους και να βουλιάζουν τη βάρκα 100 μέτρα από την ακτή κι όποιος σωθεί;
Δεν μπορεί να γίνονται όλα αυτά, αποκλείεται. Δεν βγάζει νόημα, it doesn’t compute που λένε εύστοχα οι Αγγλοσάξωνες.
Άρα, μάγκες, την έχω πατήσει, όλο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι στο μυαλό μου και κανείς δεν με ακούει, καθώς ή την έκανα για τα θυμαράκια ή παριστάνω τον φίκο σε κανά δημόσιο νοσοκομείο.
Μακάρι να μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σας… πού ξέρεις, ίσως αυτό με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα να ισχύει και να μπορεί κανείς να πιάσει αυτά που σκέφτομαι, ακόμη κι αν όχι, τουλάχιστον όλοι εσείς περνάτε μια χαρά, συνεχίζοντας τη ζωή από εκεί που την είχα αφήσει, εκεί στο τέλος του Μάρτη του 2008.
Αν από την άλλη, κόντρα σε κάθε λογική, είμαι σε επαφή με αυτό τον κόσμο, όπου όλα αυτά έγιναν κι εσείς διαβάζετε το παραπάνω, παρακαλώ μη μου το πείτε. Αγνοήστε το και συμπεριφερθείτε σαν να μην τό ‘χατε δει ποτέ, ώστε να νομίζω τελικά πως είστε κομμάτι του Μάτριξ μου και τίποτα παραπάνω.
Γιατί αν είμαι στο Μάτριξ μου, στην κοσμάρα μου,χωρίς συνοδοιπόρους, μια ελπίδα για να βγω στο φως κάπου θα υπάρχει για να μου κάνει παρέα το βράδια.
Αν όμως αυτό το πράγμα το ζούμε όλοι μαζί, ίσως να ισχύει το χειρότερο σενάριο απ’ όλα.
Ίσως εκείνη την Κυριακή, ή την Κυριακή που περίμενε τον καθένα μας, να γλιστρήσαμε όλοι ταυτόχρονα και να χτυπήσαμε το κεφάλι μας.
Και να μην ξυπνήσαμε Δευτέρα ποτέ από τότε.
Γιατί αν είναι κάτι σίγουρο, είναι πως όλα αυτά αποκλείεται να έχουν στ’αλήθεια συμβεί.