Μια χώρα χθες ξεπουλήθηκε και δεν κουνήθηκε φύλλο.
Κι όλοι μας είτε είχαμε δουλειές,είτε κλαίγαμε τη μοίρα μας,είχαν κλείσει και το μετρό, με χίλιες δικαιολογίες να βρίσκονται από τον καθένα μας για να μην κατέβει.
Άλλωστε ως τι να κατέβει κανείς; Ως Αριστερός αποκλείεται, είσαι κυβερνητικός και η Βουλή είναι δική σου πια, ενώ ως Δεξιός ως συνήθως δεν βρίσκεις τον λόγο, όλα είναι προδιαγεγραμμένα και τα κουκιά μετρημένα. Ως Κεντρώος …δεν υπάρχεις καν,τι να συζητάμε.Στο κάτω-κάτω, οι δρόμοι είναι του ΚΚΕ και των συνδικαλιστών, εμείς τι δουλειά να έχουμε εκεί;
Να κατέβουμε ως Έλληνες.
Τι,ποιος τό ‘πε αυτό, ως Έλληνες; Φυσικά και όχι!
Τι δήλωση είναι αυτή; Σε αυτη την χώρα Έλληνες αυτοπροσδιορίζονται οι Χρυσαυγίτες μόνο, οι υπερπατριώτες νταβατζήδες της σημαίας, άλλοι Έλληνες δεν υπάρχουν,μακριά από εμάς αυτά.
Άλλωστε δεν υπήρξαν ποτέ για να υπάρχουν τώρα.
Γιατί εμείς εδώ χάμω δεν υπήρξαμε ποτέ λαός, έθνος,κοινωνία, σύνολο ανθρώπων,δομών και θεσμών, παρά ένα τσούρμο από φυλές,φατρίες,συντεχνίες που η Ιστορία είχε την ατυχή πρόνοια να μπλέξει αναμετάξυ τους.
Έτσι στραβοφτιαχτήκαμε πριν 200 χρόνια, έτσι παραμείναμε μέχρι σήμερα, με μόνο συνεκτικό κρίκο μια μαλλιαρή,κουτσουρεμένη γλώσσα που, γρυλλίζοντας και φωνασκώντας, πιθηκίζουμε αναμετάξυ μας, περιφερόμενοι σε ερείπια αρχαίων.
Ρουφιάνοι ο ένας του άλλου, γιουσουφάκια των Οθωμανών και μετά του κάθε Δηλιγιάννη,του Τρικούπη,του Βασιλιά,του Βενιζέλου, του Χίτλερ, του Στάλιν, του Παπαδόπουλου,του Καραμανλή,του Παπανδρέου,του Μητσοτάκη, ακόμη και του Τσίπρα.
Ένα συνονθύλευμα ραγιάδων γιδοβοσκών, μαιμούδες με φορεμένες ρεντικότες ή φυσεκλίκια, θλιβερά απομεινάρια μιας ξεθωριασμένης φωτογραφίας της Νοτίου Βαλκανικής του 1800.
Ποιος από εμάς αλήθεια να νοιαστεί για χθες ή για κάθε χθες; Ποια πυξίδα θα μπορούσε να μας οδηγήσει μπροστά στη Βουλή, για να υπερασπιστούμε ποια πατρίδα απέναντι σε ποιους εχθρούς;
Ποιος από εμάς αισθάνεται τον διπλανό του συμπατριώτη κι αυτά τα χώματα δικά του, άξια να τα υπερασπιστεί;
Ποιον έσπρωξε η ανάγκη της επιβίωσης ενός έθνους, ενός κράτους στο δρόμο;
Ποιος καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό το κτίριο στην καρδιά της πρωτεύουσας;
Ποιος μπορεί να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό; Ποιος μπορεί να κάνει κι ένα βήμα παρακάτω,κατατάσσοντας τα κόμματα σε ιδεολογίες, εξηγώντας στον διπλανό του τη δική του θέση και τις ειδοποιές διαφορές μεταξύ του ενός συστήματος και του άλλου;
Ποιος έχει το θάρρος να πάρει θέση απέναντι σε ό,τι συμβαίνει;
Να παραδεχθεί πως η εκλεγμένη κυβέρνηση αυτή της χώρας, της δικής του χώρας, έχει, μέσα σε ένα χρόνο, δημιουργήσει προσφυγικό στα βόρεια σύνορά της, έχει δώσει τη θάλασσά της στο ΝΑΤΟ και χθες ξεπούλησε τα υπάρχοντά της για τα επόμενα 100 χρόνια σε όποιον κρατά χρεώγραφα;
Έχει το θάρρος κανείς να κάνει την αυτοκριτική του; Πάντα οι άλλοι φταίνε; Πάλι τον κορόιδεψαν;
Πού είμαστε σήμερα όλοι οι ρουφιάνοι αυτού του τόπου;Στις δουλίτσες μας, στα social, στο σπιτάκι μας;
Μας νοιάζουν τα παιδιά μας ή τα πετάμε κι αυτά στον γκρεμό για να γλυτώσουμε; Kι αν είναι να γλυτώσουμε, από πού;
Μήπως από εμάς τους ίδιους και την αυτοκριτική που μας την έχει στημένη στη γωνία;
Ποιοι είναι τελικά οι κατακτητές αυτού του τόπου; Οι ξένοι ή εμείς,με τον ραγιαδισμό μας, την αμορφωσιά και τον ωχαδερφισμό μας;
Κι αν όντως είμαστε εμείς, με ποιο δικαίωμα καταδικάζουμε τα παιδιά μας σε τέτοια κατάντια;
Ρουφιάνοι αυτού του τόπου,σήμερα η Ελλάδα από αποικία χρέους έγινε αποτυχημένο κράτος και σκλαβοπάζαρο.
Καφέδες και σουβλάκι σε μια χώρα σερβιτόρων είναι το μέλλον μας και δεν πειράζει κανέναν αυτό.
Γιατί να μας πειράξει άλλωστε; Κατακτητές κανονικοί κι εμείς, το μόνο που μας νοιάζει είναι να την απομυζούμε για όσο ακόμη αντέχει. Κι ύστερα πάμε το ασκέρι μας πιό ‘κει για άλλα, κάποια γωνιά της Βαλκανικής θα έχει απομείνει και για εμάς, όλο και κάπου θα βολευτούμε!