Σε λίγες ώρες κατεβαίνω Σύνταγμα. Κάτω απο ένα σύνθημα που με προβληματίζει για την επιθετικότητά του, σπρωγμένος όμως από την ανάγκη να κάνω ό,τι μπορώ και καταλαβαίνω για να μη χαθεί η πυξίδα αυτού του τόπου.
Κι ένα είναι σίγουρο.
Πως δεν κατεβαίνω επιτιμητικά, πόσο μάλλον ως γραφικός ‘’σταλεγάκιας’’, απέναντι σε συμπολίτες που στήριξαν με την ψήφο τους αυτή την κυβέρνηση.
Κατεβαίνω ταπεινωμένος, ως αποτυχημένος πολίτης.
Που άφησα, με την ανοχή και τις επιλογές μου, τη Δημοκρατία και την κοινωνία που με ορίζει να έχει πέσει τόσο χαμηλά. Που δεν αντέδρασα ακόμη κι από τότε,όταν η επιδοτούμενη Ελλάδα παρατούσε τη δουλειά και χαριεντίζονταν σαν πόρνη στα μπουζούκια της Αλλαγής του Ανδρέα, για να ψωνιστεί λίγο αργότερα στα Λαλιωτοκωστοπούλεια κλαμπ του εκσυγχρονισμού.
Όταν γιαγιάδες έπαιζαν τα, χέρσα πια, χωράφια τους στο χρηματιστήριο, την ίδια ώρα που νέοι σπαταλούσαν τις ζωές τους, τσιμπολογώντας από τις κλεψιμέικες συντάξεις των γονιών και των παππούδων τους, στην ισχυρή Ελλάδα του νάνου Σημίτη, του όμορφου Γιάννου με δύο ν, του Άκη και της Βάσους.
Που δεν πήρα με τα γιοούρτια όλες αυτές τις κυρίες, με πρώτη τους τη Γιάννα, όταν με τα λεφτά μου έβγαζαν τη μικροαστική τους μικρότητα σε παράτες και λοιπά γούστα και έκαναν απευθείας αναθέσεις και υπερτιμολογήσεις, σε μια Ολυμπιάδα διαπλοκής και ατιμίας.
Φταίω που δεν πέρασα μια βόλτα από την Ραφήνα να δείξω σε εκείνο τον χαρωπό δεξιό τύπο πώς κουνιούνται οι βάρκες, στερώντας από την πατρίδα μου την καλύτερη ευκαιρία να αφήσει το παρελθόν πίσω και να ανοίξει βήμα.
Φταίω ακόμη που, όταν κατέβαινα με τη σημαία μου στην υποδοχή της ομάδας ποδοσφαίρου στο Καλλιμάρμαρο, αδυνατούσα να καταλάβω πως, λίγο χρόνια μετά, θα γινόμουν κομμάτι ενός μωσαικού που στο κέντρο του θα αχνοφαινόταν η σβάστικα.
Φταίω για τον γελοίο και ανεπαρκή Γιωργάκη που αποτελείωσε τη χώρα με τις αμερικανιές του και για τον Αντωνάκη που τον άφησα να έχει την εντύπωση πως μπορεί να κάνει και μικροπολιτική και παρεούλες με τους θεομπαίχτες, τους Γιακουμάτους και τους Μπαλτάκους, λες και υπήρχε χρόνος για οτιδήποτε άλλο από κουπί και μόνο.
Φταίω που δεν ταρακούνησα φίλους και γνωστούς μου με όλο μου το είναι, που δεν απέτρεψα όσους περισσότερους μπορούσα από το να στηρίξουν έναν λαϊκιστή, επικίνδυνα αδαή πολιτικό και τη συμμορία του από την άνοδο στην εξουσία, παρέα με το κρυφοχουντικό τους δεκανίκι, την ώρα που κάποιοι άλλοι απέφευγαν τη δυσάρεστη ψήφο, κάνοντας τουρισμό στα…ποτάμια και τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ.
Φταίω που δέκα σχεδόν χρόνια μετά, η χώρα αναζητά πολιτική διέξοδο στο καλό παιδί του μπαμπά μιας πολιτικής δυναστείας που είχε ενεργή συμμετοχή σε όλα αυτά, σε μια ανίκανη κόρη και σε έναν αμόρφωτο δημοσιογράφο
Φταίω.
Και έχω αποτύχει.
Έτσι κατεβαίνω.
Με μπλούζα λευκή, σημαία της αποτυχίας μου.
Στο χρώμα της ανακωχής.
Της παράδοσης.
Πρώτος απ’όλους εγώ.
Παραδίδοντας σήμερα τα όπλα στο Σύνταγμα.
Ελπίζοντας να συμπαρασύρω και όλους τους άλλους.
Γιατί αποτύχαμε.
Όλοι μας.
Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας αφοπλίσει.
Και να μας ενώσει.
Στο Σύνταγμα λοιπόν.
Πετώντας τις φρούδες ελπίδες του ο ένας, τα κούφια μεγαλεία του ο άλλος, εκεί, στα πόδια του Αγνώστου Στρατιώτη.
Άοπλοι.
Και ένα.
Ένα.
Γιατί ως ένα πρέπει να σταθούμε απέναντι στους χειρότερος εκπροσώπους της Δημοκρατίας μας, την θλιβερή αντανάκλαση των αποτυχημένων μας εαυτών.
Οι Αποτυχημένοι πολίτες, απέναντι στην Αποτυχημένη κυβέρνησή μας.
Φωνάζοντας να παραιτηθούν.
Γιατί παραιτούμαστε εμείς.
Και χωρίς εμάς,δεν υπάρχουν πια.
Τελείωσαν.
Και ήρθαμε να τους το πούμε.
Κι όσο και να ψάχνουν ανάμεσά μας, χρώμα δεν θα βρουν για να μας αναγνωρίσουν.
Ξεπλύθηκε πια και είμαστε αόρατοι για αυτούς, παρόλο που εμείς πάντα θα μπορούμε να τους διακρίνουμε, αυτούς ή τις σκιές τους..
Με μια φωνή λοιπόν.
Τελειώσατε.
Σήμερα αποτύχαμε, σβήσαμε και σβήσατε κι εσείς μαζί σας.
Για να αναστηθούμε αύριο χωρίς εσάς.
Μαζί με το καινούργιο.