Στη γύρα λοιπόν, περιμένοντας φίλο καλό για μια ακόμη βραδυνή, καλοκαιρινή συνάντηση με τα νέα μας, πολύ κουβέντα για τα πολιτικά και μια-δυο λέξεις απ´ τα βαθιά, αν είναι νά ´ναι μια απ´ αυτές τις φορές.
Κανά μισάωρο νωρίτερα, εξ´ ού και βολτάρισμα και άραγμα σε μια μικρή πλατεία.
Μικρή, αλλά θαυματουργή, με μια ανοιχτωσιά απίθανη, να αφήνει το αεράκι μιας ακόμη γενναιόδωρης νύχτας να σου δροσίζει την ψυχή την ίδια.
Να ξεθυμαίνεις ρε παιδί μου, να αισθάνεσαι να βγάζεις ό,τι σε σκόνιζε ολημερίς, αλλάζοντάς το με λεβάντα, πεύκο και δροσιά καλοκαιρινή.
Δεν είναι τίποτα παραπάνω η ζωή, αυτό εδώ μονάχα, μια-δυο καλές ανάσες, δυο-τρεις ισιάδες, ανηφοριές, γκρεμοί και ακροθαλασσιές.
Και δεν ζεις συνέχεια ξέρεις, συνήθως απλά επιβιώνεις, με το κεφάλι κάτω, μέρα με τη μέρα.
Κόντρα και σε αυτόν τον τύπο τον γελοίο,τον Χρόνο, όχι μωρέ γιατί εχει βαλθεί να μετράει ανάποδα το δικό σου το ρολόι, αλλά γιατί αποφάσισε να τεμαχίσει αυτό το ενιαίο, υπέροχα ρευστό αριστούργημα, σε απειροελάχιστο, απόλυτα ασήμαντα κι ασύνδετα κομμάτια,αυτά που λέμε μέρες,ώρες και λεπτά.
Τον Χρόνο του Ανθρώπου για να εξηγούμαστε,όχι του Θεού. Γιατί ο Θεός τον χρόνο τον έχει παντρεμένο με τον χώρο και τη στιγμή, μ´ αυτήν εδώ την πλατεία και το αεράκι της που ράθυμα φυσά και δίνει τον δικό του, πραγματικό ρυθμό της ζωής.
Σαν να τον βλέπω μάλιστα,να κάθεται σε εκείνο το πλατύ κλαδί του απέναντι πεύκου, κατεβάζοντάς το ανεπαίσθητα με το βάρος του και να με κοιτά.
Δεν βλέπω τη μορφή του, καταλαβαίνω όμως πως συναντιούνται οι ματιές μας και σαν να μου χαμογελά.
Σίγουρα μου χαμογελά.