Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν τίποτα εύκολο στη ζωή τους. Σε έναν τόπο μικρό, ασήμαντο, μακριά από την καρδιά του πολιτισμένου κόσμου. Κατακτήθηκαν πολλαπλές φορές, εξαχρειώθηκαν και εξοντώθηκαν ανελέητα από όποιον…πολιτισμένο πατούσε το πόδι του στον τόπο τους.
Αυτοί οι άνθρωποι του Θεού δεν τά ΄βαλαν ποτέ με κανέναν κι όλα τα στραβά της μοίρας αποφάσισαν να τους επισκεφτούν. Ακόμη και σήμερα που, χωρίς να έχουν προλάβει να συνέλθουν από τον μεγάλο σεισμό και την επιδημία χολέρας που θέρισε τη χώρα, αυτά τα φτωχαδάκια τα χτύπησε και τυφώνας, διαλύοντας τις, ήδη σχεδόν μηδενικές, υποδομές τους.
Σε αυτόν τον τόπο, που είναι πια δύσκολο να επιβιώσεις, όχι να ζήσεις, ο ΟΗΕ υπολόγισε σε 120 εκατομμύρια το ύψος της άμεσα αναγκαίας ανθρωπιστικής βοήθειας, με τους μεγάλους και τους μικρότερους αυτού του κόσμου να μαζεύουν μόλις 15,6.
Κι εμάς να μη δίνουμε τίποτα.
Τίποτα.
Πριν προλάβει λοιπόν κανείς να εκθέσει τον εαυτό του σκεπτόμενος τι δουλειά έχουμε με αυτούς και πως δεν είναι ώρα για αγαθοεργίες, να θυμίσω κάτι.
Αυτά τα… ανθρωπάκια, που μόνο που το γράφω συγκινούμαι συθέμελα, ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν την Ελλάδα και τον αγώνα μας για ελευθερία. Είχαν κερδίσει βλέπετε την ανεξαρτησία τους λίγα χρόνια πριν, το 1804, μια ανεξαρτησία που θα έχαναν και θα διεκδικούσαν κι άλλες φορές, και θεώρησαν χρέος τους να σταθούν στο πλευρό των Ελλήνων, σε ανταπόκριση του αιτήματος συνδρομής στον Αγώνα του Κοραή και άλλων επιφανών Έλληνων στον τότε πρόεδρό τους.
Οι πρώτοι που στάθηκαν στο πλευρό μας, ένα μόλις χρόνο μετά το ξεκίνημα, το 1822.
Αυτοί είναι οι Αϊτινοί.
Και επειδή και τότε ήταν φτωχή χώρα, το μόνο που μπόρεσαν να συνδράμουν ήταν 450 τόνοι καφέ για να αγοράσουμε όπλα να συνεχίσουμε τον αγώνα μας και 100 εθελοντές.
Που πνίγηκαν πριν φτάσουν στον τόπο μας, σε αυτό το μεγάλο και δύσκολο ταξίδι.
Σε αυτούς λοιπόν χρωστάμε.
Ποιοι;
Εμείς οι ανιστόρητοι. Οι ξιπασμένοι. Οι βολεμένοι ιδεολόγοι. Οι επαίτες πολυτελείας της Ευρώπης. Οι κουτοπόνηροι Βαλκάνιοι, οι θεομπαίκτες απατεώνες της πεντάρας. Οι σερβιτόροι και οι ομπρελάδες και επίδοξοι απόγονοι του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Οι ανεπαρκείς. Οι λίγοι. Οι απάνθρωποι.
Ανίκανοι, όχι να πούμε μεγαλόφωνα, έστω να μουγκρίσουμε μέσα στη βαλκανική κακομοιριά μας, ένα ευχαριστώ ρε αδερφέ και να στείλουμε μια βοήθεια στο μέτρο των δυνάμεών μας.
Γιατί εδώ πέρα η ανθρωπιά πρέπει να έχει ιδεολογία, ταμπέλα και φυσικά σκοπιμότητα. Και πού θα μπορούσε να μας εξυπηρετεί ένα έθνος κομπάρσος όπως η Αιτή; Ποιος ο λόγος να ξοδέψουμε μια αράδα, πόσο μάλλον κονδύλια για χάρη της;
Αισθάνομαι λίγος. Κι ανεπαρκής σαν άνθρωπος. Γιατί η αδικία η ανθρώπινη είναι μεγάλο πράγμα και η αχαριστία ακόμη μεγαλύτερο.
Το μόνο που με κάνει λίγο πιο αισιόδοξο είναι άνθρωποι σαν τον κύριο Παντελή Μπουκάλα για την έξοχη τοποθέτησή του »Το Χαήτιον και ένα χρέος διακοσίων χρόνων» που ίσως ευαισθητοποιήσει μερικούς ακόμη κοιμισμένους σαν κι εμένα.
Ακολουθεί η επιστολή αυτού του λαού, τότε, στο μακρινό 1822, αυτό το χρεόγραφο που τοκίζει θλιβερά τα τελευταία 200 χρόνια.
Ευχαριστούμε Αϊτή, κουράγιο και μακριά από λαούς που, πολύ περισσότερο κι από τα υλικά, αδυνατούν να αποπληρώσουν τα ηθικά τους χρέη.
Ζαν-Πιερ Μπουαγέ, πρόεδρος του Χαϊτίου, προς τους Πολίτας της Ελλάδος Α. Κοραήν, Κ. Πολυχρονιάδην, Α. Βογορίδην και Κ. Κλωνάρην.
Εις τα Παρίσια
Πριν ή δεχθώμεν την επιστολή υμών, σημειουμένην εκ Παρισίων τη 20η παρελθόντος Αυγούστου, έφθασεν ενταύθα η είδησις της επαναστάσεως των συμπολιτών υμών κατά του δεσποτισμού, του επί τρεις περίπου διαρκέσαντος εκατονταετηρίδας. Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίαν αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Ελληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας.
Ευχηθέντες προς τον ουρανόν, όπως υπερασπισθή τους απογόνους του Λεωνίδου , εσκέφθημεν ίνα συντρέξωμεν τας γενναίας δυνάμεις τούτων, ει μη διά στρατευμάτων και πολεμοφοδίων, τουλάχιστον διά χρημάτων, ως χρησίμων εσομένων διά προμήθειαν όπλων, ών έχετε ανάγκην. Συμβεβηκότα όμως, επιβαλόντα τη πατρίδι ημών μεγάλην ανάγκην. επησχόλησαν όλον το χρηματικόν, εξ ού η Διοίκησις ηδύνατο καταβάλει μέρος. Σήμερον έτι η επανάστασις, η κατά το ανατολικόν μέρος της νήσου επικρατούσα, υπάρχει νέον προς την εκτέλεσιν αυτού του σκοπού κώλυμα. Επειδή το μέρος όπερ ηνώθη μετά της Δημοκρατίας, ής προεδρεύω, υπάρχει εν μεγίστη ενδεία και προκαλεί δικαίως μεγάλην του ταμείου ημών την δαπάνην. Εάν δ’ επέλθωσι κατάλληλοι, ως επιθυμούμεν, αι περιστάσεις, τότε βοηθήσωμεν προς τιμήν ημών τοις τέκνοις της Ελλάδος, όσον δυνηθώμεν.
Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς λαός του Χαϊτίου αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών. Οι μεταγενέστεροι Ελληνες ελπίζουσιν εν τη αναγεννωμένη ιστορία τούτων άξια της Σαλαμίνος τρόπαια. Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνηθώσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδος. Είθε, τέλος, διά των φρονίμων διατάξεων αυτών μνημονευθώσιν εν τη ιστορία οι κληρονόμοι της καρτερίας και των αρετών των προγόνων.
Τη 15η Ιανουαρίου 1822