Μέχρι τις 4 τα ξημερώματα άντεξα χθες.
Κι η αλήθεια είναι πως άξιζε, γιατί είχα προλάβει να δω τον Τραμπ να παίρνει κεφάλι σχεδόν σε όλες τις κρίσιμες πολιτείες. Και παρόλο που τα ποσοστά καταμέτρησης ήταν ακόμη χαμηλά, φαινόταν παντού πως όσο βάραινε το δείγμα, τόσο περισσότερο έγερνε η πλάστιγγα προς την πλευρά του, οπότε δεν κοιμήθηκα ανυποψίαστος- τουλάχιστον.
8.30 το πρωί ξύπνησα, μπήκα σκουντουφλώντας στο ντους και ετοιμάστηκα βιαστικά για να προλάβω να πάρω και το πρωινό μου πριν φύγω. Σαντουιτσάκι στο χέρι, ένα ποτήρι γάλα και το κινητό στο άλλο για να δω τι έγινε. ‘’Μια ανάσα από την προεδρία ο Τραμπ, μόλις 6 εκλέκτορες από τον στόχο’’ και γρήγορα για το αμάξι.
Το ίδιο αμάξι, όπως και 8 χρόνια πριν, εκεί που άκουσα για τον Ομπάμα από το ραδιόφωνο, οδηγώντας συμπτωματικά προς την ίδια κατεύθυνση, ίσως και με τον ίδιο σχεδόν καιρό. Μεγάλη χαρά, απρόσμενη, τότε, με ένα κόσμο να φωτίζει από ελπίδα για κάτι καλύτερο. Σήμερα όμως σίγουρα όχι, καθώς αυτό το πράγμα που βγήκε είναι ανίκανο να προκαλέσει θετική αντίδραση σε οποιοδήποτε έλλογο ον.
Ακόμη κι έτσι όμως το στομάχι δεν έστριψε, όπως θα περίμενα να συμβεί, σκεπτόμενος άλλες αντίστοιχες φορές. Δεν έστριψε καθόλου για την ακρίβεια.
Και πολύ με παραξένεψε αυτό.
Και καθώς λένε πως σε αυτό το σημείο του σώματος υπάρχουν τόσες νευρικές απολήξεις ώστε να χαρακτηρίζεται ‘’ο δεύτερος εγκέφαλος’’ αποφάσισα να το ρωτήσω ευθέως γιατί δεν μου έχει βγάλει την ψυχή στην γκρίνια όπως τόσες άλλες φορές.
Κι ήταν πολύ απλή η απάντηση, μονολεκτική.
»Γιατί τώρα πια έγινε».
Ό,τι κι αν ήταν, έγινε. Και πια δεν έχεις να αγχώνεσαι και να φοβάσαι κάτι, για να αρχίσουν τα γαστρικά υγρά να κάνουν πάρτυ, γιατί αυτά τα πανηγύρια πάνε παρέα με το άγνωστο,όχι το τετελεσμένο.
Έχεις πια ένα πρόβλημα, το οποίο πρέπει να λύσεις για να πάμε παρακάτω. Ούτε μπαμπούλες, ούτε φαντάσματα, ούτε βόηθα Παναγιά και τι θα απογίνουμε, απλά ένα πρόβλημα..
Το οποίο πρόβλημα δεν ήταν ο Τραμπ, η Λεπέν, ο Μιχαλολιάκος και οι λοιποί αντισυστημικοί, αλλά η κάθε Χίλαρυ και το σύστημα το ίδιο.
Που για άλλη μια φορά πίστεψαν πως η στήριξη στον Ορθό τους Δρόμο δεν μπορεί παρά να αποτελεί μονόδρομο για την πλειοψηφία, όσο κι αν αυτή μπορεί να έχει ταλαιπωρηθεί. Για να δουν ένα τεράστιο κομμάτι του λαού εναντίον τους και μια μάχη να χάνεται, χωρίς καν να έχει δοθεί.
Που χάθηκε από το μεγάλο κομμάτι του λαού για το οποίο η ζωή έπαψε να είναι εύκολη και οι επιλογές αυτονόητες, που τρόμαξε με αυτά που του συμβαίνουν και αποφάσισε να πηδήξει στο κενό, να τα γκρεμίσει όλα κι όπου βγει.
Που παραμέρισε την λογική, τη σύνεση, την εγκράτεια για τη συνομοσιωλογία, τις υπεραπλουστεύσεις και τον φόβο για το ό,τι διαφορετικό.
Που προτίμησε να μισήσει και να εκδικηθεί, παρά να συναινέσει και να ταπεινωθεί για άλλη μια φορά στην λογική επιλογή της ελίτ που τον οδήγησε εδώ.
Κι είναι έγκλημα κατ’ εξακολούθηση που όλος αυτός ο κόσμος αφέθηκε στο περιθώριο τόσα χρόνια. Ανεκπαίδευτος, απροστάτευτος και χωρίς καμία κουλτούρα δημοκρατίας, κουρδισμένος στο μεροδούλι, το μεροφάι και δυο-τρεις χαρές καταναλωτικές, ώσπου μια μέρα να στερέψουν κι όλα αυτά.
Για να ξυπνήσει βλέποντας τη δουλειά του να χάνεται, την πόλη του να ρημάζει, το σπίτι του να του το παίρνουν και τα παιδιά του να μην μπορούν να πάνε ούτε στον οδοντίατρο πια. Σε ένα κόσμο που αλλάζει σε ταχύτητες που δεν μπορεί πια να καταλάβει, που οι συσχετισμοί είναι τόσο σύνθετοι που δεν ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει, ποιος ο φίλος και ποιος ο εχθρός, ποιο το σωστό και ποιο το λάθος.
Που βλέπει για άλλη μια φορά τους από πάνω να περνάνε μια χαρά και να του κουνούν το δάχτυλο επιτιμητικά σε κάθε άγαρμπη αστοιχείωτη, αστήρικτη αντίδρασή του στην καταστροφή που τον βρήκε.
Να του λένε δεν έχεις δίκιο, δεν είναι έτσι,δες την μεγαλύτερη εικόνα. Για να προσπαθεί και να μην μπορεί να την δει και να ταπεινώνεται βαθιά στο σώψυχά του, να κρύβει μέσα του την ντροπή και να γυρνά στο σπίτι. Και το ψυγείο να είναι άδειο, τα ρούχα του φθαρμένα και η γυναίκα του για άλλη μια φορά να ετοιμάζεται για το ταμείο ανεργίας και τις ουρές για τα επιδόματα.
Να ζει τη φτώχεια και την απόγνωση μέσα στο πετσί του και να τον ψέγουν οι γύρω γιατί δεν καταλαβαίνει, γιατί δεν ξέρει πώς δουλέυει αυτός ο κόσμος.
Και κάπως έτσι τελικά γίνεται.
Και μια μέρα συνειδητοποιείς πως, αφού αυτόν τον κόσμο δεν μπορείς να τον καταλάβεις κι ούτε εκείνος εσένα, αφού καλά-καλά δεν έχεις να φάς, ήρθε η ώρα να τον αλλάξεις.
Για το καλύτερο;
Όχι απαραίτητα, απλά να τον αλλάξεις.
Σαν να σταμάτησες να αναπνέεις οξυγόνο ρε παιδί μου, σαν να ασφυκτιάς και να θες πάσει θυσία να βουτήξεις στο νερό μήπως είναι καλύτερα εκεί. Κι αν πνιγείς μία ή άλλη, πού ξέρεις όμως, μπορεί τελικά να έχεις βράγχια και να μην το ξέρεις, να μην σου τό ‘χουν πει.
Βουτιά και Τραμπ λοιπόν.
Και δεν τρέχει τίποτα.
Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει.
Όπως χθες και αλλού, σήμερα εδώ, αύριο και παραπέρα.
Γιατί το πρόβλημα πρέπει να εμφανιστεί για να λυθεί.
Κι όλοι αυτοί που έχουν να βγάλουν τα σώψυχά τους και την εκδικητικότητά τους στο σύστημα, να το κάνουν.
Με όλους εμάς που αισθανόμαστε εκτός, να κάτσουμε πίσω και να πάρουμε καλά το μάθημά μας.
Γιατί εμείς φταίμε κι όχι αυτοί, που ξέραμε καλά όλα όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν όλο αυτό τον καιρό και δεν κουνήσαμε το δαχτυλάκι μας.
Ναι, αυτό που γίνεται εκεί πέρα δεν μπορεί να είναι λάθος.
Γιατί το οδηγά η απόγνωση κι η ανάγκη, όπως όλες τις μεγάλες, τις αληθινές ανατροπές του συστήματος.
Μεγάλοι αυτού του κόσμου λοιπόν, αφού σκουπίσετε το μέτωπό σας από τον κρύο ιδρώτα, κοιτάξτε καλά.
Απέναντί σας έχετε την αλήθεια αυτού του κόσμου.
Και πρέπει σύντομα να έχετε κάτι να της πείτε.
Και να βγάζει νόημα για όλους.