Αυτό που ξέρεις

Μάνα δεν σε κράτησε εσένα. Είχε χαθεί και κανείς δεν την έβρισκε για να τη φέρει κοντά σου. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν κάποτε αρχόντισσα, κλεισμένη πια σε σαράι, πού ‘ταν παλάτι αλλοτινό δικό της, άλλοι πως χάθηκε μέσ’ την αντάρα της μαύρης εκείνης νύχτας. Για πατέρα δεν έγινε λόγος ποτέ, χαμένος κι αυτός από καιρό, πιο πολύ αερικό παρά άνθρωπος.

Δεν ήξερες πολλά για αυτή, παρά μόνο να μιλάς τη λαλιά της και ιστορίες σπουδαίες για τη δική της μάνα, τη γιαγιά σου, για τότε που άλλαξε τον κόσμο.
Σε είχε ψάξει για να σε περιμαζέψει η αδελφή της η ετεροθαλής, παιδί από πατέρα ξένο η ίδια, που έμαθε να μιλά γλώσσα άλλη από τη δική σου.

Σε έφερε σπίτι της από αγάπη, όσο κι από ανάγκη, για νά ‘χει θάμπος αιώνιο κι η γενιά της, ακουμπώντας στη δική σου.

Κι όλο σε παίνευε στα μάτια του κόσμου κι έλεγε μεγάλα πράγματα για εσένα, για την ιστορία του σπιτιού σου και τα τόσα πολλά που έκανε για τον κόσμο ολόκληρο, μα όταν οι πόρτες έκλειναν και μένατε μόνες, χάνονταν όλα στη σιωπή και σχεδόν δεν σου μιλούσε.

Στο τραπέζι πάντα έτρωγες στην άκρη, στην τελευταία θέση από τα παιδιά της κι εκείνα σε πείραζαν που μιλούσες τη γλώσσα τους σπαστά κι όλο κάτι έβρισκαν για να χασκογελούν πίσω απ’ την πλάτη σου.

Όταν η κουβέντα όμως πήγαινε στη γιαγιά σου, όλοι άκουγαν αποσβολωμένοι και κοιτούσαν με μάτι μισό προς τη μεριά σου, βλέποντας επάνω σου την άσπαστη κλωστή που σε ενώνει με αυτή την αιώνια γενιά.

Κι έτσι κυλούσε ο καιρός.

Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσες, κατάφερες να παντρευτείς και εσύ, βρίσκοντας άντρα περιωπής, ξανθωπό, για να ανοίξεις το σπίτι σου. 

Φτωχόσπιτο το δίχως άλλο, δίπατο όμως όπως και τα διπλανά, και το πιο σημαντικό, στον ίδιο ακριβώς τόπο που έστεκε το πιο σπουδαίο σπίτι από όλα που χτίστηκαν και τότε και πριν και μετά. Μάλιστα βρήκες και μάρμαρα παλιά από τον καιρό εκείνο και τά ‘ριξες στα θεμέλια γεμάτη περηφάνεια.

Ο καιρός περνούσε, με όμορφες μέρες αρκετές, μα πιο πολλές τις μαύρες και η ζωή κάπως έτσι σπρωχνόταν προς τα μπροστά.

Κι ήρθαν και μέρες τόσο σκοτεινές, που απέφευγε κι ο ήλιος ο ίδιος να ξημερώσει και νόμιζες πως όλα θα χάνονταν, όχι μόνο για εσένα, μα και για τη θετή σου οικογένεια ακόμη, ναι, αυτή που τόσο μισούσε να σε αγαπά.

Και παραλίγο να γινόταν έτσι, αλλά ευτυχώς, όπως όλα τα καλά και τα κακά, τελείωσε κι αυτό.

Κι έτσι ξεμύτισε ο ήλιος, κι άνοιξε μια καινούργια μέρα. Για να σε βρει κατάχαμα, μπροστά, στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου, σχεδόν ξέψυχη από την πείνα και το κρύο.

Είχε όμως ξημερώσει, κι ο ήλιος, σε αυτόν τον τόπο ακόμη πιο πολύ, έδινε από μόνος του ζωή σε ό,τι ακουμπούσε.

Κι έτσι σηκώθηκες κι εσύ, μα και τα αδέρφια σου λίγο πιο κάτω κι η μητριά σου.
Για να ‘στε και την επόμενη μέρα λίγο πιο καλά.

Και την ακόμη παρακάτω καλύτερα ακόμη.

Κι όταν πια βάλατε μια μπουκιά ψωμί και μπορέσατε να σταθείτε στα πόδια σας κι είχατε κάνει μια χούφτα από εκείνα τα όνειρα που η μαύρη νύχτα σας χρωστούσε από καιρό, νιώσατε την ανάγκη να ανταμώσατε μετά από χρόνια από κοντά, για να μιλήσετε για το κακό που σας βρήκε και πώς δεν θα ξαναγίνει ποτέ αυτό.

Κι ήταν μεγάλη μέρα αυτή. Η μάνα, η ξένη μάνα, η μόνη που γνώρισες ποτέ, σ’ αγκάλιασε όπως την πρώτη φορά που σε είχε μαζέψει από τις λάσπες, σε εκείνο το σιωπηλό καραβάνι της αποφράδας μέρας. Σ’ έσφιγγε και δεν ήθελε να σε αφήσει, έχοντάς σε κάνει κουβάρι αχώριστο με τα άλλα τα παιδιά της.

Κι όλο αγκαλιαζόσαστε και δώσατε όρκο αγάπης και αλληλεγγύης να μην αφήσετε να ξανασυμβεί τέτοιο κακό ποτέ.

Για να χωρίσετε λίγο μετά, καθένας για το σπίτι του.

Τα χρόνια περνούσαν κι έρχονταν κι άλλες μαύρες στιγμές, μα η αλήθεια είναι πως οι καλές μέρες γίνονταν όλο και περισσότερες.

Και στο δικό σου σπίτι και στα σπίτια των αδελφιών σου, που γίνονταν ακόμη πιο μεγάλα και κραταιά.

Κι ήρθε και μια εποχή που το Κακό έμοιαζε τόσο μακρινό, που κι η νύχτα η ίδια φώτιζε από όνειρα, ζωή και ξέφρενη χαρά για τους περισσότερους, που ακόμη κι όση δεν είχαν την τύχη άλλων, ξέμαθαν να φοβούνται πια για την ίδια τους τη ζωή όπως παλιά.

Είχες στυλωθεί κι εσύ για τα καλά κι είχες και πολλά παιδιά που δεν ήξεραν τίποτε για εκείνα τα χρόνια, παρόλο που πήγαιναν μάλιστα και πολλά ταξίδια στις θείες και τους θείους, αφού είχε συμφωνηθεί να μη γίνεται ποτέ κουβέντα για τότε.

Κι έτσι σιγά-σιγά οι μαύρες οι μέρες ξεχάστηκαν. Όπως και εκείνος ο όρκος να είναι όλοι αγαπημένοι και να μη χωρίσουν ποτέ.

Ώσπου κάποια στιγμή, όπως γίνεται πάντα όταν μαζεύονται πολλά τα χρόνια και το ένα αρχίζει να σπρώχνει το άλλο για να χωρέσει μέσα στις μέρες τις καλές, ο ήλιος ένιωσε να ξαναφοβάται να βγει.

Με πρώτο μάλιστα το σπίτι το δικό σου, που όλοι παραδέχονταν πόσο ζεστό και φωτεινό ήταν από τη θέση του και μόνο.

Κι όλοι άρχιζαν να σε κοροϊδεύουν πως είσαι τόσο ανίκανη, που κι ήλιος ο ίδιος απαξιούσε να σε δει. Κι έλεγαν πως φταις για αυτό το χάλι, εσύ και τα τεμπέλικα παιδιά σου. Μερικοί μάλιστα έλεγαν πως ίσως να μην άξιζε καν να σε είχαν τότε μαζέψει από τις λάσπες και πως, όπως αποδείχθηκε, παρόλη την τρανή γενιά σου για την οποία και είχαν αρχίσει να αμφιβάλλουν μερικοί, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά βάρος για την πρόοδο τους
.
Κι εσύ θυμήθηκες τα παλιά, τότε που καθόσουν στην άκρη του τραπεζιού μονάχη σου. Μα ήταν χειρότερα κι από τότε, γιατί το παιδικό πείραγμα είχε γίνει κατηγορία και λόγια σκληρά μεγάλων ανθρώπων, χωρίς ίχνος αγάπης και ακουγόταν απ’ όλα σχεδόν τ’ αδέλφια σου.

Κι εκείνη η μάνα, η ξένη μάνα, η μόνη που γνώρισες ποτέ, έδειχνε απρόθυμη να σταθεί στο πλάι σου, ψελλίζοντας ανούσιες ιστορίες από τα παλιά.
Μέχρι που ο ήλιος άρχισε να χάνεται κι από τα άλλα σπίτια κι η νύχτα μεγάλωνε όλο και περισσότερο.

Για όλους, όχι μόνο για εσένα.

Και οι φωνές ακούγονταν από παντού, με τα αδέρφια να αλληλοκατηγορούνται για το κακό που τα βρήκε, που θύμιζε τις πρώτες μέρες που όλα άρχισαν να μαυρίζουν πριν το Μεγάλο Κακό.

Κι έτσι κι εσύ και όλοι εμείς λοιπόν, τα άβγαλτα, καλόμαθα παιδιά σου, βγήκαμε στο μπαλκόνι από εκείνες τις φωνές, για να δούμε έκπληκτοι τη γειτονιά μας γεμάτη γελοίους και κακούς ανθρώπους, θλιβερούς παλιάτσους και δολοφόνους, να μπαίνουν σε όσα σπίτια είναι του χεριού τους για να αρπάξουν ό,τι κι όποιον μπορούν.

Κι είναι οι περισσότερες οι πόρτες ανοιχτές, άλλες σπασμένες, άλλες από μέσα, με πρώτη απ’ όλες τη δικιά μας και το σκυλολόι τους να κλέβει και να ασχημονεί σε ό,τι άξιο βρίσκει μπροστά του.

Σε κοιτάμε φοβισμένοι και περιμένουμε ένα βλέμμα σου, μια προτροπή να τους διώξουμε πρώτα από το σπίτι μας, κι ύστερα να πάμε και πιο δίπλα στα ξαδέρφια μας να δώσουμε ένα χεράκι.

Τους ακούμε να ανεβαίνουν τη σκάλα, μερικοί φαίνονται ήδη και από την μπαλκονόπορτα και ευτυχώς, πιο πολύ με παλιάτσοι μοιάζουν παρά με φονιάδες, αλλά ο χρόνος είναι πια λίγος για να σωθούμε, ακόμη κι από αυτούς..

Μια κοιτάμε εσένα, μια τη σκάλα.

Μια εσένα, μια τη σκάλα.

Δίπλα ακούσαμε φωνές και γυαλιά να σπάνε. Φαίνεται πως εκεί δεν μπήκανε οι κλόουν, αλλά οι άλλοι.

Πες μας τι να κάνουμε, ήρθαν οι γελοίοι και μας περιτριγυρίζουν πια, χαχανίζουν και μας ψαχουλεύουν, μερικοί έχουν αρχίσει να μας σπρώχνουν και να μας τραβολογάνε από εδώ και από εκεί.

Έρχονται και για εσένα.

Πες μας τι να κάνουμε.

Γιατί δεν μιλάς;

Πώς μπορείς να μη μιλάς;

Πάνε να σε ακουμπήσουν, να σου πάρουν τα φυλαχτό της μάνας σου, αυτής που δεν γνώρισες ποτέ και δεν μιλάς.

Δεν μπορεί να μη μιλάς.

Κι αν είναι έτσι, δεν μπορεί να περιμένουμε άλλο.

Δεν μπορεί να σε ακουμπάνε άλλο με τα βρωμόχερά τους.

Ούτε εσένα, ούτε εμάς, ούτε τα ξαδέρφια μας.

Γιατί είμαστε από την ίδια γενιά κι είναι πια ασήμαντο ποιος είναι πιο πολύ και ποιος λιγότερο, αλλά πως όλοι ορκιστήκαμε να μην ξανασκοτεινιάσει τόσο βαριά σε αυτό τον τόπο.

Και το έχουμε καταφέρει αυτό, το γνωρίζουμε καλά, με την πρώτη σκοτεινιά, πριν ακόμη γεννηθείς εσύ, να έχει κρατήσει ολόκληρους αιώνες, κι η δεύτερη, στα χρόνια τα δικά σου, μόλις μερικούς χειμώνες.

Αυτή εδώ δεν μπορεί παρά να σταθεί λίγους μήνες το πολύ, το ξέρεις ήδη αυτό, σωστά;

Για αυτό και δεν μιλάς.

Ξέρεις πως οι ώρες τους είναι λίγες.

Τώρα και εμείς.

Ώρα να το μάθουν κι εκείνοι από πρώτο χέρι.

Κι ύστερα το λέμε στα ξαδέρφια μας.

Κι όλα θα φτιάξουν πάλι, θα είναι ακόμη καλύτερα από πριν.

Και το Κακό θα αργήσει περισσότερο να έρθει την επόμενη φορά.

Όχι μόνο στη δική μας γειτονιά.

Παντού.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s