Οι περιπέτειες του μικρού Άρθουρ

Ο Άρθουρ είναι ένα πολύ τυχερό παιδί. Για την ακρίβεια, είναι το πιο τυχερό παιδί που θα μπορούσε να έχει γνωρίσει ποτέ κανείς.

Γεννήθηκε την τέταρτη μέρα, του έβδομου μήνα, της Χρονιάς του Ιππότη, μιας χρονιάς που έρχεται μόνο κάθε χίλια χρόνια, όταν ο Ήλιος φωτίζει πιο δυνατά από ποτέ τη Γη, κάνοντας τους ανθρώπους που γεννιούνται τότε πραγματικά μοναδικούς.

Το σπίτι του Άρθουρ είναι πολύ όμορφο, μεγάλο και δυνατό, φτιαγμένο από γερές πέτρες αγκαλιασμένες σφιχτά μεταξύ τους κι έχει ολόγυρά του έναν τεράστιο κήπο με δέντρα, κόκκινους θάμνους, ακόμη και μια μικρή λιμνούλα με βιολετί νούφαρα.

Κι αν κοιτάξεις προσεκτικά μέσα από τα θεόρατα παράθυρά του, μια μέρα που ο ήλιος λάμπει και εκείνα είναι ανοιχτά, βλέπεις κάθε λογής ζωγραφιές στους τοίχους των μεγάλων δωματίων του.

Στην κουζίνα ας πούμε, μπορείς να δεις μια γαλοπούλα να κυνηγάει μια μαγείρισσα, κι ένα μωράκι από πίσω να δίνει τον ρυθμό, χτυπώντας ένα μπρούτζινο κατσαρολάκι με μια ξύλινη κουτάλα, ενώ στο σαλόνι, τον μπαμπά, τη μαμά και το μικρό αρκουδάκι ξαπλωμένους σε μια καταπράσινη πλαγιά να κοιτούν το ηλιοβασίλεμα αγκαλιά.

Κι είναι κι αυτός ο πονηρός καρχαριάκος στο μπάνιο, να προσπαθεί μάταια να ξετρυπώσει το πανέξυπνο χταποδάκι, που είναι κρυμμένο καλά-καλά στην κατακόκκινη σπηλιά από κοράλλια, κοιτώντας τον κοροϊδευτικά.

Αν όμως καταφέρεις να πας στο δωμάτιο του Άρθουρ, πρώτο-πρώτο στο τέλος της μεγάλης, ξύλινης σκάλας με τα γελαστά ξωτικά σκαλισμένα σε κάθε κάγκελό της, τον Πιξ, τον Λαξ, τον Φριν, τη Ζουτ, τον Ϊμορ, τη Βελ, τον Ζαπ, τη Σατς, τον Κελ και τον Φιπ, και ανοίξεις τη μεγάλη πόρτα με το πόμολο που χαμογελά, θα μείνεις με το στόμα ανοιχτό.

Ένα ολόκληρο μαγικό δάσος με ξωτικά, μάγους, όμορφες νεράιδες, ελαφάκια και μικρά ζωάκια ζωγραφισμένα παντού, από το πάτωμα, μέχρι και το ταβάνι. Λένε μάλιστα πως αν το κοιτάς το βράδυ για πολλή ώρα, κρατώντας δίπλα σου ένα κερί, θα δεις μερικά από αυτά να σου χαμογελούν, όπως και πως αν ανοίξεις το παράθυρο και κάνεις ησυχία, ίσως ακούσεις και τη μεγάλη νεράιδα, την Γκουίνεθ να σιγομουρμουρίζει το μυστικό τραγούδι του Άρθουρ.

‘Άρθουρ, Άρθουρ, όμορφε Άρθουρ,
Άρθουρ, Άρθουρ, κοίτα ψηλά
Ένα αστέρι είναι δικό σου,
Κι όταν το ψάχνεις θα σε κοιτά.

Είναι απίθανο το σπίτι του Άρθουρ, πραγματικά μαγικό κι όλο ακούς χαρούμενες φωνές και ατελείωτα παιχνίδια, από το πρώτο, μέχρι το τελευταίο φως της μέρας.

Και το καλύτερο από όλα, βρίσκεται δίπλα στο μεγάλο δάσος του Ουέλικ, που είναι γεμάτο αρχαία, πανύψηλα δέντρα, βαθιές σπηλιές με κρυμμένα μυστικά και το διατρέχει ο περίφημος ποταμός Γουίν, ο πιο μελωδικός από όλους τους ποταμούς, ειδικά όταν έρχεται η Άνοιξη και η φωνή του δυναμώνει ακόμη περισσότερο από τα κελαρυστά νερά που κατεβαίνουν από το βουνό του Έροουαν. Εκεί που τα χιόνια δεν λιώνουν ποτέ και λένε πως αν φτάσεις μέχρι την ψηλότερη κορυφή του, μπορείς να δεις ως τη Μεγάλη Θάλασσα, με τα φημισμένα πετρωμένα καράβια της.

Είναι τόσα πολλά να πει κανείς για το σπίτι του Άρθουρ, που παραλίγο να ξεχάσουμε τον Άινταν, το ατίθασο και θαρραλέο άλογο του μικρού μας ιππότη, που γεννήθηκε κι αυτό την ίδια μέρα με τον Άρθουρ.

Την τέταρτη μέρα, του έβδομου μήνα της χρονιάς του Ιππότη.

Τότε που, όσο η μαμά Γκουέν ήταν έτοιμη να δώσει ζωή στον Άρθουρ και στον μικρό στάβλο λίγο έξω από το σπίτι, η Ζόζεφιν, η γλυκιά φοράδα που βοηθούσε στις δουλειές τον σπιτιού, προσπαθούσε κι αυτή να γεννήσει τον Άινταν.

Ο μπαμπάς του Άρθουρ, ο Φίλιπ, μεγάλος και δυνατός, πήγε στον στάβλο να βοηθήσει τη Ζόζεφιν, γιατί είχε γυρίσει ανάποδα το αλογάκι μέσα στην κοιλίτσα της και δεν μπορούσε να βγει.

Προσπαθούσε ώρα πολλή και δεν μπορούσε να το φέρει στη θέση του, όσο δυνατός κι επιδέξιος κι αν ήταν. Με τη Ζόζεφιν αποκαμωμένη και το πουλαράκι να μην γυρνά, αποφάσισε πως έπρεπε να την αφήσει να ξεκουραστεί λίγο, πριν να συνέχιζε ξανά. Έτσι, τη βοήθησε να ξαπλώσει αναπαυτικά στα άχυρα και έτρεξε αμέσως στη Γκουέν να δει πώς είναι, καθώς σίγουρα πλησίαζε η ώρα.

Μόλις άνοιξε την πόρτα του δωματίου, έπεσε επάνω του γεμάτη χαρά η Λίλιθ, η καλύτερή της φίλη και τον αγκάλιασε. «Μπράβο μπαμπά, έλα να δεις το αγοράκι σου».

«Φαίνεται πως κάποιος βιαζόταν να βγει», μίλησε χαρωπά, όσο και κουρασμένα η Γκουέν, καλώντας τον άφωνο Φίλιπ κοντά της.

Στην αγκαλιά της πια βρισκόταν το πιο υπέροχο μωράκι του κόσμου, να κοιμάται ευτυχισμένο, τυλιγμένο στο κουβερτάκι του.

Ο Φίλιπ δεν το πίστευε πως κάτι τόσο όμορφο θα μπορούσε ποτέ να έχει υπάρξει και πήρε τον μικρό Άρθουρ στην αγκαλιά του. Τον κρατούσε ώρα και μια φιλούσε εκείνον, μια τη Γκουεν, ώσπου…ένα σπαρακτικό χλιμίντρισμα ακούστηκε από τον στάβλο.

«-Η Ζόζεφιν, ήρθε η ώρα της, πρέπει να πάω να τη βοηθήσω!» είπε, αφήνοντας τον μικρό Άρθουρ στην αγκαλιά της Γκουέν.

Κι όπως έπαιρνε τα χέρια του μακριά, τυλίχτηκε στο μικρό του δαχτυλάκι η άκρη της κουβερτούλας, τραβώντας τη μαζί του.

«-Πήγαινε γρήγορα, η Ζόζεφιν σε χρειάζεται!» ,του είπε η Γκουέν και έτσι ο μπαμπάς Φίλιπ έφυγε τρέχοντας με την κουβέρτα στο χέρι.

Στον στάβλο η Ζοζεφίν είχε αφηνιάσει από τον πόνο και σηκωνόταν τη μία στα μπροστινά της πόδια, την άλλη στα πίσω, κλωτσώντας ό,τι έβρισκε.

Μόλις ο Φίλιπ την είδε τόσο αναστατωμένη, σήκωσε τα χέρια του στον αέρα για να την ηρεμήσει, κρατώντας ακόμη στο δεξί του την κουβερτούλα του Άρθουρ.

Όταν η Ζόζεφιν την είδε, γούρλωσε τα μάτια της κι αμέσως κατέβασε τα πόδια, έσκυψε το κεφάλι και ξεκίνησε να τη μυρίζει.

Σε λίγο είχε πάλι ξαπλώσει και όπως ο Φίλιπ ετοιμαζόταν να τη βοηθήσει να γυρίσει το μικρό πουλαράκι στην κοιλίτσα της για να βγει κανονικά, πήγε να αφήσει την κουβερτούλα του Άρθουρ λίγο παραπέρα.

Η Ζοζεφίν άρχισε πάλι να χλιμιντρίζει και ο Φίλιπ κατάλαβε πως έπρεπε να την αφήσει κοντά της, ακριβώς δίπλα στη μουσούδα της.

Κι έτσι λοιπόν η Ζοζεφίν γέννησε τον Άινταν.

Κι είναι πολλοί αυτοί που λένε πως έχει κάθε δίκιο κανείς να τα θεωρεί αδερφάκια κανονικά κι ας είναι άνθρωπος ο ένας και αλογάκι το άλλο. Κι είναι και μερικοί άλλοι που έχουν να λένε για τη μαγική κουβερτούλα του Άρθουρ, πως ήταν αυτή που βοήθησε τη Ζοζεφίν να γεννήσει τον Άινταν.

Και κάπως έτσι, σε αυτό το υπέροχο σπίτι, η ζωή δεν έπαψε ποτέ να κυλά όμορφα, με τον Άρθουρ και τον Άινταν να γίνονται κάθε μέρα και πιο δυνατοί, πιο γελαστοί κι όλους γύρω τους να τους καμαρώνουν.

Με τον Φίλιπ να αγαπά κάθε μέρα τον μικρό Άρθουρ με όλη του την καρδιά, όπως και η μαμά του, η πανέμορφη Γκουέν, με τα τεράστια, καλοσυνάτα μάτια, το ευγενικό χαμόγελο και τα μακριά, βελούδινα μαλλιά της, να είναι και οι δυο πάντα κοντά του και να του γλυκομιλούν, ακόμη κι όταν κάνει σκανδαλιές μόνος ή και μαζί με τον Άινταν…

Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που ο Άρθουρ κάνει σκανδαλιές, για να πούμε την αλήθεια, σχεδόν κάθε μέρα βρίσκει κι από κάτι να κάνει για να ξεγελάσει τους γονείς του.

Όπως τότε που ντύθηκε κροκόδειλος και κρύφτηκε κάτω από το χαλί της κουζίνας, τρομάζοντας τόσο τη μαμά του, ώστε εκείνη να ρίξει κάτω την πιατέλα με το φαγητό που είχε μόλις μαγειρέψει.

Ή την άλλη φορά που είχε βάλει στην καρέκλα του μπαμπά ένα πιάτο με μια τεράστια φέτα με μαρμελάδα, την στιγμή που εκείνος καθόταν να διαβάσει το βιβλίο του.

«Άρθουρ,Άρθουρ…ω, έλα Άρθουρ!» φώναζαν τη μια φορά ο μπαμπάς, την άλλη η μαμά, «αν σε πιάσω αλίμονό σου, κατεργαράκο!».

Μα ποτέ δεν τον τιμωρούσαν και πάντα κρυφογελούσαν κι οι ίδιοι με τις αταξίες του.

Κι η αλήθεια είναι πως το ήξερε ο Άρθουρ αυτό και κάθε μέρα σκαρφιζόταν και μια νέα σκανδαλιά.

Κι ήταν τόσες πολλές, που αν μαζεύονταν όλες, θα έφτιαχναν ένα ολόκληρο βιβλίο.

Το βιβλίο με τις περιπέτειες του μικρού Άρθουρ, του Ιππότη της Μαγικής Κουβέρτας.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s