Εκλογές στη ΝΔ αύριο, το εμβληματικότερα αστικό κόμμα από τα 2 μεγαλύτερα της Μεταπολίτευσης, που έφτασαν να εκφράζουν σχεδόν το 90% του λαού μας,αποτελώντας τους πυλώνες της ευρωπαϊκής, κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας.
Kόμμα κατά βάση χριστιανοδημοκρατικό, με καθαρότερο ευρωπαϊκό προσανατολισμό σε σχέση με το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ, το οποίο και αντλεί τις αναφορές του από την σοσιαλδημοκρατία και αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο ως πατριωτικό.
Ο κεντροδεξιός πυλώνας έχει λοιπόν αύριο προεδρικές εκλογές.
Να πέσει ή να αναστηλωθεί;
Kι αν είναι να αναστηλωθεί, σε τι μορφή θα το επιθυμούσε κανείς, νεοκλασσική ή μοντέρνα;
Ερωτήσεις και διλήμματα που απασχολούν πολλούς, σίγουρα πολύ περισσότερους από τους 400.000 συμπολίτες μας που έχουν δικαίωμα ψήφου.
Διλήμματα που ίσως όμως στη βάση τους να μην υφίστανται καν, καθώς, ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία και την αρχιτεκτονική προσέγγιση, τα υλικά κατασκευής δείχνουν παλιά και ευτελή και χαρακτηριστικά αδύναμα για να στηρίξουν ένα νέο, δυνατό πολιτικό όραμα.
Σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ έχει αύριο την δική της μέρα και δεν έχει κανένα λόγο να μην της ευχηθεί κανείς να είναι φωτεινή και σπουδαία, ιδιαίτερα αν έχει ξεπεράσει την όποια αυταπάτη ότι οποιοσδήποτε από εμάς μπορεί να δει, να προβλέψει έστω μια εβδομάδα μπροστά, με τις πολιτικές εξελίξεις κάθε φορά να τρέχουν και να μας προλαμβάνουν όλους, ανατρέποντας κάθε σενάριο.
Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς οπότε, είναι να εύχεται τα καλύτερα, κρατώντας το στίγμα του, το οποίο και στην περίπτωση αρκετών από εμάς αναφέρεται σ’ αυτό ενός μετριοπαθή πολίτη, που πιστεύει στις δομές ενός Κράτους και την Πολιτική αντί για τους πεφωτισμένους ηγέτες,όπως και τον διάλογο και την σύνθεση της κοινωνίας, όσο και τον μονόδρομο μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που έχει ήδη αργήσει και δεν θα μας περιμένει για πολύ ακόμα.
Ενός πολίτη που την ώρα που θα κληθεί, θα διαλέξει τον λιγότερα επιζήμιο δρόμο για την Δημοκρατία του, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα βρεθεί μπροστά σε μια επιλογή ελπίδας και μεταρρύθμισης.
Ενός πολίτη που ξέρει επίσης πολύ καλά πως, το παρόν πολιτικό προσωπικό, έχει υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις την διαπλοκή, σε μερικές περιπτώσεις τόσο επιτυχημένα που έχει γίνει κομμάτι της, με περιουσίες και επιχειρηματικά συμφέροντα που δεν συνάδουν, ούτε δικαιολογούνται της ιδιότητας,ως επί τω πλείστον, ενός πολιτευόμενου δικηγόρου.
Που έχει υποστεί την ταπείνωση του λαϊκισμού, του ευτελισμού, του δογματισμού και της υπεραπλούστευσης από παρατάξεις που σε καμία περίπτωση δεν φτιάχτηκαν για να τα υπηρετούν.
Που έχει δει γιαγιάδες να χάνουν οικονομίες γενεών στο ΧΑ της Ισχυρής Ελλάδας την ίδια ώρα που τα 18χρονα εγγόνια τους ονειρεύονταν μια θέση στο Δημόσιο, σε ένα Δημόσιο χωρίς ενιαίο Μισθολόγιο, που μέχρι σήμερα δεν ξέρει πόσους υπαλλήλους έχει και τι μισθό ή πόσες συντάξεις παίρνουν.
Που ζει σε ένα Κράτος χωρίς Κτηματολόγιο, χωρίς εθνική αγροτική πολιτική, με καρκινογόνες χωματερές και τοξική αιθαλομίχλη στην πρωτεύουσα,εν έτη 2016.
Που βλέπει το Κράτος να κλείνει το μάτι στον φοροφυγά, περαιώνοντας και ρυθμίζοντας τις υποθέσεις του κατ’ εξακολούθησιν και να χτίζει δρόμους ατελείς και 5 φορές ακριβότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των λίγων.
Εκπροσωπούμενος από μια Βουλή που ποτέ δεν κατάφερε να αρθρώσει γνήσιο πολιτικό λόγο και έργο,να συμφωνήσει σε ένα κοινό Πρόγραμμα Παιδείας, Υγείας, Φορολόγησης, Ανάπτυξης σε βάθος 15ετίας ή έστω να αφομοιώσει ένα νόμο προσαρμογής στο ευρωπαϊκό σύστημα, όπως πρόσφατα το Σύμφωνο Συμβίωσης.
Ενός πολίτη που είδε παπάδες να σηκώνουν λάβαρα για τις νέες ταυτότητες και την Κυβέρνηση και σοσιαλιστές υπουργούς να επικηρύττουν και να διαπομπεύουν κάτι κακόμοιρες ψυχές που η πρέζα τις κατάντησε οροθετικές ιερόδουλες του 20άρικου, λίγο πριν την τελική τους έξοδο από μια ζωή και μια κοινωνία χωρίς δομές προστασίας για κανέναν.
Πολίτης μιας κοινωνίας προεφηβικά ανεύθυνης, αυτιστικά εσωστρεφούς και κατά συνέπεια θλιβερά φοβικής απέναντι σε οτιδήποτε διαταράξει την αφασικότητά της, είτε αυτό λέγεται διάλογος, διαπραγμάτευση, μεταρρύθμιση, Θεός ή Άνθρωπος.
Πολίτης που ξέρει πολύ καλά πως μαζί με τον ίδιο, το μέγιστο μερίδιο ευθύνης βαρύνει αυτούς που αύριο και… μεθαύριο, λίγο πιο δίπλα, θα κληθούν να κομίσουν το νέο, έχοντας αποτύχει οικτρά εδώ και 40 χρόνια να εφαρμόσουν το προφανές, με την βοήθεια όλου, μα όλου,του κόσμου στα πόδια τους.
Ενός πολίτη, ενός ταλαίπωρου Κεντρώου που ξέρει τι θέλει και αναγκάζεται να διαλέγει αυτούς που προτίθενται να κάνουν τα ελάχιστα απ’ αυτά, τα απολύτως αναγκαία, απλά για να συνεχίζουν να κρατούν εν ζωή ένα μόρφωμα κράτους, ώστε στην καλύτερη να εξουσιάζουν, στην χειρότερη να συνεχίσουν να το απομυζούν.
Βαστώντας κόντρα σε όλους αυτούς τους πονηρούς που του ψιθυρίζουν να γκρεμίσει τα πάντα για να χτίσει από το μηδέν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως στο πλευρό του θα βρίσκονται όλα εκείνα τα παράσιτα και οι δωσίλογοι του παλιού οικοδομήματος, με νέα ή παλιά κοστούμια.
Γιατί αυτό είναι το δράμα ενός Κεντρώου, να ξέρει πως, σε μια κοινωνία που δεν μαθαίνει να χτίζει, δεν μπορεί να της επιτραπεί να γκρεμίσει.