Ξύπνησα χθες το πρωί με το άγχος για ένα από τα…παιδιά μου, αυτό που μια μέρα γεννήθηκε από το πάντρεμα του ελληνικού αδιέξοδου με την Αστροφυσική και τη θεωρία των μαύρων τρυπών.
Στα μάτια αυτού, η Ελλάδα αποτελούσε ένα σύστημα υπό κατάρρευση, σύστημα το οποίο βομβαρδιζόταν από γεγονότα τόσο μεγάλου αριθμού και συχνότητας, που αν συνέχιζαν να αυξάνονται εκθετικά για λίγο ακόμα, θα το οδηγούσαν σε μια βαρυτική κατάρρευση χωρίς επιστροφή.
Εγχέοντας στην πολιτική και την κοινωνιολογία αστροφυσικές σταθερές και αξιώματα, το παιδί αυτό αποπειράθηκε να επιχειρηματολογήσει πως, όπως η απειροστή μάζα μετατρέπει τα συστήματα στο Σύμπαν σε μαύρες τρύπες απ’ όπου τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει, έτσι και ένα ολοένα αυξανόμενο πλήθος κρίσιμων γεγονότων μπορεί να οδηγήσει μια κοινωνία σε κατάρρευση. Και μια σαφής ένδειξη πως τα πράγματά έχουν κάπως έτσι, αποτελούσε η αρχή της μοναδικότητας (singularity), βάσει της οποίας όλα συνθλίβονται, συμπιέζονται σε ένα, σε μία μάζα ενιαία και απειροστή κι αντίστοιχα σε μια κοινωνία σε ένα γεγονός τεράστιο και μοναδιαίο, τη Μοναδικότητα της Κρίσης.
Βάσει της προσέγγισής του, η κοινωνία μας είχε πια οδηγηθεί στο κατώφλι της μη επιστροφής, όπου μερικά ακόμα γεγονότα ‘’κρίσης’’ θα την οδηγούσαν στην κατάρρευση, τοποθετώντας το κρίσιμο, το τελευταίο γεγονός , στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, με την ελπίδα τελικά να αποτελέσει ένα μη γεγονός που δεν θα τάραζε άλλο την εύθραυστη βαρύτητα της εποχής.
Οι εκλογές έγιναν, βαριά σε σημασία γεγονότα συνέχιζαν να διαδέχονται το ένα μετά το άλλο και περίπου ένα χρόνο μετά ξύπνησα με την αγωνία του.
Για την ακρίβεια, νιώθοντας την αγωνία του.
Γιατί ήξερα πως και το ίδιο ήθελε να αποφευχθεί αυτή η κατάρρευση, καθώς όμως οι εκλογές αντί για μη γεγονός αποτέλεσαν προπομπό ενός βομβαρδισμού εξελίξεων, ήξερε πως είμαστε ήδη μέσα σε αυτή τη μαύρη τρύπα.
Κι αν ήλπιζε πως ίσως να μην έχουμε εντελώς οδηγηθεί εκεί, κάθε αμφιβολία διαλύθηκε όταν πια ξύπνησε μια μέρα που τίποτα δεν άλλαζε. Όπως και την επόμενη. Και τη μεθεπόμενη. Και ήξερε πως είχε ήδη συντελεστεί και βρίσκεται μέσα στον Ορίζοντα των Γεγονότων που περιγράφει η Αστροφυσική, στο χείλος της μαύρης Τρύπας όπου τίποτα νέο δεν μπορεί πια να συμβεί.
Χθες λοιπόν ήρθε στο κρεβάτι μου το πρωί και με τράβηξε από το χέρι να σηκωθώ. Με άφησε να φτιάξω ένα βιαστικό καφέ και με οδήγησε μπροστά στον υπολογιστή.
– Έγινε, έτσι δεν είναι;
-΄Εγινε, ναι.
-Και δεν μπορούμε να βγούμε έξω πια;
-Απ’ ό,τι ξέρω όχι.
-Ψάξε μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος, δεν θέλω να μείνουμε για πάντα εδώ
-Μα εσύ δεν τό ‘λεγες πως κάπως έτσι θα γίνει;
-Nαι, πίστευα όμως πως θα το γλυτώσουμε τελικά.
-…
-Κι αν έκανα λάθος; Ναι, αυτό θα είναι, δεν μπορεί, θα έκανα κάποιο λάθος και όλα θα είναι καλά.
-Δεν μπορεί να έκανες λάθος, αυτό που είπες στηρίζεται σε αυτά που λένε πολλοί και μεγάλοι άνθρωποι, είναι σίγουρα σωστό.
-Όχι, όχι, δεν το πιστεύω, σίγουρα έκανα λάθος, μπορεί να έκαναν λάθος κι αυτοί, δες σε παρακαλώ, ψάξε αν υπάρχει τρόπος να βγούμε ή ακόμα καλύτερα, δες μήπως δεν έχουμε ακόμη πέσει μέσα και είναι όλα ιδέα μας.
-Έχουμε πέσει μέσα, αυτό είναι απόλυτα σίγουρα. Τίποτα πια δεν συμβαίνει και τίποτα δεν μπορεί να συμβεί.
-Έστω κι έτσι, δες σε παρακαλώ τι γίνεται εκεί μέσα, αν υπάρχει τρόπος για να γλυτώσεις.
-Δεν υπάρχει μωρέ, τι με βασανίζεις πρωινιάτικα;
-Υπάρχει, σίγουρα.
-Γιατί, πώς το λες αυτό;
-Γιατί ρε μπαμπά η ζωή συνεχίζεται, δεν μπορεί να σταματάει.
-…
-Άντε, ψάξε!
-Οκ λοιπόν, άσε με λίγο όμως τώρα μόνο μου και θα σε φωνάξω αν βρω κάτι, εντάξει;
-Εντάξει! Θα με φωνάξεις όμως, υπόσχεση;
-Υπόσχεση!
Έκλεισα την πόρτα και έκατσα στο γραφείο μου. Αφού χάζεψα με ένα-δυο άλλα πράγματα, άρχισα να τυπώνω βαριεστημένα όρους αναζήτησης στη μηχανή. ’’Αφού είμαστε μέσα στη Μαύρη Τρύπα, τι κάθομαι και ψάχνω τώρα’’, σκεφτόμουν και πριν καλά-καλά στρογγυλοκάτσω, είδα ένα λινκ με ένα τίτλο κι ένα όνομα που μου πάγωσαν το αίμα. ‘’Υπάρχει διαφυγή από μια μαύρη τρύπα’’ – Στίβεν Χόκινγκ. Και πιο κάτω μια αναπαραγωγή του άρθρου σε άλλο μέσο. Κι άλλη μία λίγο χαμηλότερα.
Είχε δίκιο τελικά. Υπήρχε κάτι. Κι όχι από κάποιον τυχαίο, αλλά από ένα μυαλό πολλές γενιές μπροστά, που η εποχή μας εξόχως άβολα, όσο και οριακά, καταφέρνει να φιλοξενεί.
Αυτός λοιπόν ο μεγάλος αστροφυσικός, μαζί με δύο άλλους επιστήμονες, λέει πως στον Ορίζοντα των Γεγονότων μιας Μαύρης Τρύπας, εκεί που τίποτα πια δεν μπορεί να συμβεί, υπάρχουν κάποια τριχίδια, κάποια σωματίδια μηδενικής ενέργειας, τα «soft hair», των οποίων ο ρόλος είναι να αποθηκεύουν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που βρίσκονται στο χείλος αυτού του αόρατου ορίου, αυτού του σημείου χωρίς επιστροφή. Εκεί, τα σωματίδια «soft hair» μπορούν να δημιουργήσουν αντίγραφα ασφαλείας των βασικών νόμων του σύμπαντος, διασφαλίζοντας ότι κάτι που έχει κάποτε υπάρξει διατηρείται μέσω των πληροφοριών αυτών, λειτουργώντας κατά συνέπεια ως μια «έξοδος διαφυγής» στο σύμπαν, αμέσως μετά τον «θάνατο» της μαύρης τρύπας.
Απίθανο!
Ναι, λοιπόν, όταν το σύστημα καταρρεύσει και βλέπεις πως τίποτα πια δεν μπορεί να συμβεί στον Ορίζοντα των Γεγονότων σου, ακόμη και τότε υπάρχει μια διέξοδος προς τα έξω.
Και κάπως έτσι, οι μαύρες τρύπες, αντί για αιώνιες φυλακές των συμπαντικών ταραξιών, δεν είναι τίποτα άλλο από πύλες μετάβασης σε ένα επόμενο σύμπαν, που με την κατάρρευσή τους σε αφήνουν να περάσεις από την άλλη. Χωρίς ποτέ να ξεχάσεις, ποιος είσαι, τι έχει γίνει και πού θες να πας, παίρνοντας μαζί σου το μπαούλο με τα ‘’soft-hair’’, τον θησαυρό με όλα αυτά που χρειάζεται να ξέρεις για εκεί που θα πας.
-‘’Έλα εδώ, είχες δίκιο’’, φώναξα, καθώς ανασκουμπωνόμουν από την καρέκλα τόσο άγαρμπα που η κούπα του καφέ αναπήδησε με τάσεις φυγής προς το πάτωμα.
Άκουσα βήματα βιαστικά και δυο-δυο τα σκαλιά, με την πόρτα να ανοίγει πίσω μου.
-Να, διάβασε εδώ, είχες δίκιο, δεν ξέρω πώς αλλά είχες δίκιο, ο ίδιος ο Χόκινγκ το λέει, υπάρχει διέξοδος. Όλα αυτά που νομίζουμε ότι δεν γίνονται, γίνονται και αποθηκεύονται στις ακρούλες της μαύρης τρύπας. Ό,τι έχει γίνει και ό,τι θα συμβεί καταγράφεται και αποθηκεύεται, δεν χάνεται τίποτα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να περιμένουμε το σύστημα να καταρρεύσει κι όλα μετά θα περάσουν απέναντι. Η ζωή συνεχίζεται, όπως ακριβώς το είπες, θα έρθει μια καινούργια μέρα που θα είμαστε τόσο καινούργιοι όσο και ίδιοι, χωρίς να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και πού πάμε. Πώς το ήξερες, πες μου πώς;’’ είπα, καθώς γυρνούσα την πλάτη από την οθόνη προς τη μεριά του.
Πάγωσα.
Δεν είδα αυτό. Είδα ένα παιδί μεγαλωμένο, γύρω στα είκοσι πια, ψηλότερο από εμένα και με μια ματιά σταθερή, ματιά ανθρώπου ολόκληρου.
-Ποιος…πού είναι το μικρό…εσύ…πώς;
-Όχι εγώ. Εκείνο έφυγε. Φώναξε εμένα στη θέση του. Είπε πως δεν χρειάζεται πια να ξανάρθει.
-Μα γιατί;
-Ξέρεις γιατί.
-Ξέρω; Τι εννοείς;
– Όταν σου ζήτησε να ψάξεις, ήξερε πολύ καλά πως ό,τι και να συνέβαινε δεν θα σε ξανάβλεπε ποτέ. Είτε θα έβρισκες το λάθος και θα έπρεπε να σταματήσει να υπάρχει, είτε το μετά και θα χρειαζόταν να δώσει τη θέση του αλλού. Σε εμένα δηλαδή.
-Και τώρα πού είναι;
-Εκεί που είναι όλα. Εκεί που θα πάω και εγώ και όλα μετά από εμένα.
-Ξέρεις κάτι για εκεί;
-Πώς θα μπορούσα; Είδα όμως στα μάτια του ηρεμία και μια αίσθηση ολοκλήρωσης, μού ΄δωσε να καταλάβω πως εκεί που πάει δεν υπάρχει τίποτα για να ανησυχήσει κανείς. Άλλωστε έπρεπε να φύγει γιατί όλα πήγαν καλά, δεν είναι και λίγο πράγμα αυτό να πάρει κανείς μαζί του.
-Ναι, όντως, όλα πήγαν καλά… θα κάτσεις να σου δείξω;
-Όχι, δεν χρειάζεται. Θα τα πούμε μετά, λίγο αργότερα. Έχεις να το ολοκληρώσεις άλλωστε τώρα.
-Σωστά.
-…
-Οκ λοιπόν, μετά.
-Ναι, μετά, γεια.
-Γεια.
Η μέρα είχε πια προχωρήσει πέρα από τη μέση της. Γύρισα στο πληκτρολόγιο και ξεκίνησα. Τό ‘πιανα από εδώ, τό ‘πιανα από εκεί, το στρίμωχνα από τη μία, μού ‘φευγε από την άλλη. Ήταν κι αυτό το μικρό στο μυαλό μου, δεν μπορούσα να το βγάλω με τίποτα. Τα παράτησα κατά το απόγευμα και κατέβασα διακόπτες για λίγο.
Το βράδυ βγήκαμε για φαγητό.
Σε μια ταβέρνα στο Μοσχάτο.
Φτάσαμε λίγο νωρίτερα από τους άλλους και μου δόθηκε η ευκαιρία να περιεργαστώ τον χώρο για τα καλά. Λαϊκή, ανεπιτήδευτη διακόσμηση στον περίκλειστο ημιυπαίθριο, όπως και ο κόσμος ολόγυρα, χωρίς να χρειάζεται να κρύψει ή να αποδείξει τίποτα παραπάνω από αυτό που είναι. Μουσική λαϊκή, καθαρή, ακούσματα οικεία και ζεστά και μια ατμόσφαιρα αυθεντικότητας να σε αγκαλιάζει καθολικά. Και αντιδιαμετρικά, στις δύο άκρες της κεραμοσκεπούλας που όριζε τον χώρο, εκεί, στη θέση των στηριγμάτων, να δεσπόζουν, να ορίζουν τον χώρο δύο αυτοσχέδιοι καδραρισμένοι επικλινείς μπερντέδες με φιγούρες του Καραγκιόζη.
Ζωφόρες της Ρωμιοσύνης.
Αυτού που ήμαστε, είμαστε και θά ‘μαστε, παιδιά του Αριστοτέλη και του Καραγκιόζη.
To soft hair με κοιτούσε κατάματα και μού ‘κλεινε το μάτι.
Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ, δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Ούτε που ήσουν, ούτε ποιος είσαι , ούτε πού πάς.
Μαζί περνάμε απέναντι.
Χθες,τώρα και πάντα.