Τον βλέπεις να αγναντεύει τη θάλασσα. Πρώτη σειρά, εκεί που σκάει το κύμα, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από τον αυχένα και την πλάτη να ακουμπά στην ξαπλώστρα, ανοίγοντας ολόκληρο το σώμα στην απεραντοσύνη της θάλασσας, του ήλιου, της ίδιας της στιγμής.
Κάθε φορά εκεί, πρώτος-πρώτος, εκεί που σκάει το κύμα.
Κι αν καμιά φορά αργήσει και δεν προλάβει τις καλές θέσεις, να περιμένει υπομονετικά μέχρι το απόγευμα, όταν οι περισσότεροι θα έχουν φύγει, για να μεταφερθεί στην πρώτη μπροστινή ξαπλώστρα που θα αδειάσει, για να μείνει αυτός κι η θάλασσα.
Δίπλα του κάθε φορά ένα μπουκάλι νερό, καφές από το σπίτι, ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα κι η μάσκα. Α, και μια πετσέτα παραλίας πρασινο…κάτι, από αυτές που δεν μπορείς να θυμηθείς πώς βρέθηκαν στα χέρια σου κι έχουν ξεμείνει να σου κάνουν παρέα κι αυτό το καλοκαίρι.
Πενηνταπεντάρης, μετρίου προς χαμηλού αναστήματος, με μια όχι ιδιαίτερα ελκυστική φυσιογνωμία,κοιλίτσα και μια ελληνοπρεπέστατη φαλάκρα με λίγα σγουρά μαλλιά γύρω από τους κροτάφους να συνθέτουν την εικόνα ενός ακόμη, απόλυτα αδιάφορου, συμπολίτη μας.
Γιατί είναι αλήθεια πως ο Θεός δεν πολυασχολήθηκε με την περίπτωσή του ώστε να τον προικίσει με κάτι το ενδιαφέρον, έστω σε ό,τι αφορά στα εξωτερικά του θέλγητρα, δημιουργώντας ένα σύνολο που θα μπορούσε με ευκολία να κερδίσει στα καλλιστεία μικροαστισμού και ανυπόφορης αδιαφορίας.
Και θά ‘ταν απόλυτα αόρατος , μια ακόμη τυπική έκδοση του Ρωμιού που η δυτικότροπη κοινωνία μας έχει καταφέρει εδώ και καιρό να απωθήσει στο περιθώριο και να απαξιώσει, αν δεν είχε αυτή την… ρουτίνα.
Την περίφημη, γυμναστική του, ρουτίνα.
Μια ρουτίνα-ύμνο στην απόλυτη… αντιαθλητικότητα, την απώλεια ευκαμψίας, ρυθμού και σκοπού, που διαδραματίζεται επάνω στην ξαπλώστρα, σε ύπτια θέση και εισάγεται με τεντώματα των άνω και κάτω άκρων σε ακανόνιστο τέμπο, με το κυρίως πρόγραμμα να περιλαμβάνει διατάσεις-εκτάσεις τύπου γιόγκα σε σπαστές επαναλήψεις τυχαίου αριθμού και σετ και το μεγάλο φινάλε να ξεδιπλώνεται με μια μεγαλοπρεπή ανύψωση της μέσης μαζί με μια αποφασιστική συσπείρωση των ποδιών με τα γόνατα στο στήθος με απότομα λακτίσματα προς τον ουρανό ωσάν να βλέπει εφιάλτη νεογέννητο βρέφος, μια εικόνα που αν έχει την τύχη να την δει κανείς από τη σωστή γωνία μπορεί, χάρις στο στενό πράσινο σλιπ του, να απολαύσει ταυτόχρονα και το πλήρες εύρος των, ακατασχέτως και αυθορμήτως, παλλόμενων ανατομικών του χαρακτηριστικών.
Η ρουτίνα αυτή τον έχει κάνει διάσημο στην παραλία το δίχως άλλο κι αυτό είναι κάτι που κι ίδιος μάλλον αντιλαμβάνεται, αφήνοντας γενναιόδωρα τον κόσμο να απολαύσει την παράστασή του, πολλές φορές παρατείνοντάς την και λίγο παραπάνω, με συγκινητική μάλιστα αυτοθυσία, από την τυπική διάρκεια του πενταλέπτου.
Κι είναι αυτή που τον έχει συστήσει σε όλους μας, εγγράφοντας τη μορφή του στους οικείους μας, στο κοντινό μας περιβάλλον, με το βλέμμα όλων να τον εντοπίζει αυτοστιγμεί και την περιφερειακή όραση να κλειδώνει, αναμένοντας την ώρα της παράστασης.
Και κάπως έτσι λοιπόν, έχεις βρεθεί και σήμερα να τον παρατηρείς στην μπροστινή ξαπλώστρα, με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, έτοιμο να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα. Δεν έχει σόου σήμερα, το ξέρεις, γιατί συνήθως θα το είχε παρουσιάσει δυο-τρεις ώρες νωρίτερα. Δεν πειράζει όμως, σου αρκεί η φιγούρα αυτή, αυτή η σχεδόν καρικατούρα να τη χαζεύεις.
Χτυπάει το κινητό και το σηκώνει. Με μια φωνή περίπου όπως την περίμενες. Περίεργη, επαμφοτερίζουσα, ασυνήθιστα γλυκιά και με μια ευγένεια, μια ηρεμία και μειλιχιότητα άλλης εποχής. Η συνομιλία, αν και επαγγελματική και σε ώρα εκτός γραφείου, όχι σύντομη, σίγουρα μάλλον τραβηγμένη όσο περισσότερο γίνεται, ίσως απουσία οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής.
Γιατί πέρα από το νερό, τον σπιτικό καφέ και τα βατραχοπέδιλα με τη μάσκα, στη διπλανή ξαπλώστρα δεν υπάρχει κανείς και σήμερα. Εκτός από μια φορά που είχε εμφανιστεί με μια πολύ ταλαιπωρημένη συνομήλική του με ξενική προφορά και καμία ιδιαίτερη οικειότητα μαζί του, που περισσότερο έμοιαζε σπρωγμένη από υποχρέωση, παρά από τη δική της θέληση, ίσως το πολύ-πολύ από την ανάγκη να μετακυλήσει κι η ίδια τη μοναξιά για λίγο αργότερα, μακριά από εκείνη την Κυριακή.
Και δεν είναι περίεργο αυτό, γιατί ποιος άραγε να τον κάνει παρέα. Αστείος και μυστήριος, βαρετός και υπερφίαλος, νεανίζων και μεσήλικας συνάμα, ένα αταίριαστο κράμα που δύσκολα θα έμπαινε στον κόπο κανείς να επιλέξει, να αξιολογήσει και να ταξινομήσει ανάμεσα στους δικούς του ανθρώπους.
Εξ’ ού και μόνος λοιπόν. Και σήμερα. Και χθες. Ίσως και αύριο. Μάλλον και αύριο.
Αυτός κι η ιστορία του. Η ιστορία ενός ανθρώπου να παλεύει να εκφράσει την ιδιαιτερότητα της ψυχής του μέσα σε ένα τόσο άχαρο σκαρί. Με όλα κόντρα, το σώμα του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, το άρρυθμο των κινήσεών του, ίσως ακόμη και τις δυνατότητες του ίδιου του χαρακτήρα του, μπορεί και των δικών του και της γενιάς του να τον καταλάβει. Που λίγο πιο κάτω από τα μισά της διαδρομής του, έχει βρει τη δύναμη να έρθει σε ειρήνη με τον εαυτό του και με τη μοναξιά του, όσο άδικη κι αν ήταν τελικά, συντηρώντας ένα μόνιμο υπομειδίαμα στο πρόσωπό και μια γνήσια λάμψη για ζωή στα μάτια, όσο μακριά κι αν αυτή απέχει από τα όνειρα που έκανε παιδί.
Και εσύ να τον κοιτάς πίσω από την πλάτη του. Αυτόν τον απόλυτο αντιήρωα, αυτό το ξεπουπουλιασμένο και ατσούμπαλο, μα και πολύχρωμο εξωτικό πουλί που μόνο να περπατά μπορεί, μα ήθελε τόσο να πετά κι ακόμη προσπαθεί να τα καταφέρει, τινάζοντας τόσο αστεία τα φτερά του.
Ίσως για αυτό να είναι πάντα εκεί, στην ακροθαλασσιά, να βάζει πίσω του τη στεριά κι ό,τι τον κρατάει, φέρνοντας μπροστά του μόνο θάλασσα και ουρανό.
Ίσως.
Ίσως μια φορά, μια μόνο φορά.
Πού ξέρεις, μπορεί, πες μου, έτσι δεν είναι;