Η Ερώτηση: »Αγάπη μου, πώς σου φαίνεται το μαλλί; Το φόρεμα, κάθεται καλά επάνω μου;»
Σενάριο Α
-‘’‘Είσαι κούκλα, φανταστικό μαλλί και το φόρεμα φυσάει, είναι βέβαια και η κορμάρα που το αναδεικνύει, τι να λέμε τώρα!’’
-‘’Αλήθεια το λες, μου πάνε:’’
-‘’Γιατί να σου πω ψέματα,κούκλα είσαι, φύγαμε!’’
Σενάριο Β
-‘’Ωραίο το μαλλί, αν και μου αρέσει λίγο πιο στρωμένο να πω την αλήθεια. Το φόρεμα είναι λίγο στενό, νομίζω πως δεν σου πηγαίνει τόσο σαν στυλ, ίσως καλύτερα να βάλεις κάτι πιο αεράτο.’’
-‘’Ωραία ρε μωρό, ευχαριστώ πολύ και μαλλί αφάνα και χοντρή.’’
-‘’Αυτό είπα ρε μωρό;’’
-‘’Ε, τι είπες;’’
-‘’Είπα πως αυτό είναι ένα φόρεμα για πολύ λεπτές γυναίκες, όχι πως είσαι χοντρή.’’
-‘’Ναι καλά εντάξει, θα βάλω καμιά κελεμπία, να κάνω και τα μαλλιά πίσω σαν την καλόγρια και φύγαμε, μια χαρά θα περάσουμε.’’
Βγαλμένα από τη ζωή θα προτρέξει κανείς, με τον γράφοντα να σπεύδει να επισημάνει πως τα παραπάνω σίγουρα δεν αφορούν στη δική του καθημερινότητα, ειδικά το Σενάριο Β, όπως άλλωστε είναι σίγουρος πως δεν αντανακλούν στην πλειοψηφία των αναγνωστών, των οποίων η ποιότητα αποκλείει το ενδεχόμενο διαλόγων τόσο επιφανειακών, ενδεχομένως και σεξιστικών όσο αυτοί που προηγήθηκαν. Χάριν επιχειρηματολογίας όμως, ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα.
Μια ερώτηση και δύο πιθανές θέσεις λοιπόν.
Σύμφωνα με το Σενάριο Α, ο σύζυγος σπεύδει να διατηρήσει την ισορροπία στη σχέση, ακόμη και αν χρειαστεί να μην πει την πλήρη αλήθεια, ενώ στο σενάριο Β επιλέγει να απαντήσει καθαρά, χωρίς να σκεφτεί τις επιπλοκές. Κι είναι απόλυτα σίγουρο πως, αποφεύγοντας την κριτική και άρα τις πιθανές συγκρούσεις, εξασφαλίζεται, όσο επίπλαστη κι αν είναι αυτή, η ηρεμία της σχέσης ενώ από την άλλη, μια πιο κριτική στάση πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες για μια σχέση με εντάσεις, παραγωγικές μεν, όχι πάντα ευχάριστες δε.
Ποιο είναι άραγε το ζητούμενο λοιπόν; Μια ζωή ηρεμίας με κάποιους συμβιβασμούς ή ένα συνεχές διαγώνισμα ικανοτήτων κάτω από πίεση; Και σε τι από τα δύο μπορεί πραγματικά να αντέξει ένα ζευγάρι;
Κι ενώ είναι απόλυτα αναμενόμενο οι απαντήσεις να μοιραστούν ανάλογα και στις δύο κατευθύνσεις, καθώς και οι δύο θεωρήσεις είναι απόλυτα αποδεκτές και θεμιτές, η πραγματικότητα δεν οδηγεί σε καμία άλλη επιλογή, παρά στο να αποκλείσει την συμβιβαστική οδό.
Κι αυτό γιατί η περισσότερο συμβιβαστική προσέγγιση οδηγεί μια σχέση, ένα σύστημα, αναπόδραστα σε τύφλωση, καθώς όλες οι ‘’ενοχλητικές’’ πληροφορίες που θα διατάρασσαν την κανονικότητα αυτολογοκρίνονται εκατέρωθεν, με αποτέλεσμα ολοένα και λιγότερα και στο τέλος μηδενικά ερεθίσματα για αλλαγή. Κι ένα σύστημα που φοβάται την αλλαγή, είναι καταδικασμένο να πεθάνει, πολλές φορές μάλιστα χωρίς να έχει ζήσει καν. Γιατί η ζωή είναι ποτάμι αλλαγών, αναθεωρήσεων, επανατοποθετήσεων, άλλες φορές κόντρα κι άλλες μαζί με τη ροή του, μια αδιάκοπη μάχη για να κρατηθείς στην επιφάνεια των αξιών, των ελπίδων και των ιδανικών σου, κόντρα στα λάθη, τις αδυναμίες, τα ένστικτα και τα πάθη, το βάρος του ίδιου σου του κορμιού. Κι όσο ξεκούραστο κι αν είναι να γραπωθείς από ένα βράχο, να κάτσεις λίγο επάνω του και να ξαποστάσεις, αν ξεχαστείς περισσότερο απ’ όσο πρέπει, αδυνατείς να ξαναμπείς μέσα για τη συνέχεια του ταξιδιού.
Σύστημα που δεν προσαρμόζεται λοιπόν, πεθαίνει. Και για να μπορεί να είναι σε θέση να αλλάξει χρειάζεται κριτική στάση και ανοιχτά αυτιά και μάτια που να την αποζητούν, για να ακούσει όσους περισσότερους μπορεί, ώστε στη συνέχεια να αυτό-εκπαιδευτεί στο πώς να φιλτράρει την κάθε προσλαμβάνουσα, ξεχωρίζοντας την παραγωγική από την κακόβουλη, την τεκμηριωμένη από την αστήρικτη και να χτίσει επάνω της.
Μονοσήμαντη λοιπόν η επιλογή χάριν επιβίωσης και ομολογουμένως δύσκολη σε μια σχέση ατόμων ή σε μια κοινωνική ομάδα, πόσο μάλλον σε ένα κράτος, μεταξύ λαού πια και πολιτικών.
Εκεί που φαντάζει βουνό να αποφύγει κανείς την ευκολία της κολακείας χάριν της ηρεμίας στη σχέση, πόσο μάλλον όταν η παρορμητική γυναίκα-λαός κρατά το μέλλον και την ευημερία των συζύγων-πολιτικών στα χέρια της. Πόσο τελικά εκείνοι μπορούν να την τσαντίσουν, υπερβαίνοντας τον φόβο να τους πετάξει έξω από το σπίτι και να πάρει διαζύγιο;
Στις σύγχρονες κοινωνίες τη λύση δεν την έδωσε η γενναιότητα των πολιτικών, αλλά η προσαρμοστικότητά τους στα δεδομένα των πλουραλιστικών κοινωνιών όπου όλοι κρίνονται απ΄όλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν θεσμοί, διαδικασίες και δίκαιο, μηχανισμοί και δείκτες εκ κατασκευής απρόσωποι, ώστε να εκτρέπουν τη σύγκρουση όσο μακρύτερα γίνεται από τους εμπλεκόμενους, αφήνοντας πίσω και εκτός της διαδικασίας τα… κάλλη και το αξιόλογο των αρετών και προσωπικοτήτων εκατέρωθεν.
Σε κοινωνίες λιγότερο ανεπτυγμένες όμως, η παραπάνω μηχανιστική δεν κατόρθωσε παρά να παραμείνει αβαθής, με το πρόσωπο και άρα και τις προσωποπαγείς σχέσεις να εξακολουθούν να αποτελούν σημείο αναφοράς και την ικανή και αναγκαία συνθήκη για τα πάντα, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα το ‘’αίσθημα του λαού’’ να έρχεται πάντα πρώτο στην ατζέντα του τόπου, άρα και του πολιτικού και τελικά της πολιτικής εν τω συνόλω. Και ποιος να τα βάλει με τον λαό και το ‘’αίσθημά’’ του, ποιος να τολμήσει να το διαταράξει;
Σενάριο Α λοιπόν κι όπου αυτό βγει σε αυτές τις κοινωνίες, συντηρώντας έναν λαό με μια κοινωνική κουλτούρα μαθημένη στην κολακεία, στην οποία εθίζεται και συνεχίζει να την επιδιώκει, καταναλώνοντάς τη λαίμαργα απ’ όπου κι αν προέρχεται, είτε αφορά στην ιστορία του, τη γενετική του καθαρότητα και υπεροχή, την ηρωική του στάση απέναντι σε όσους τον επιβουλεύονταν ανά τους αιώνες, την αλήθεια της πίστης του και τον ευαγγελισμό του μεγαλείου του στο παρελθόν και το μέλλον, άμεσο ή και απώτερο. Που κάθεται με τις ώρες να ακούει πρόθυμους παραμυθάδες να αναφέρονται στα απαράλλακτα κάλλη του, τα προτερήματά του και πόσο οι άλλοι τα εποφθαλμιούν και άρα νομοτελειακά, ό,τι κακό είχε γίνει και θα γινόταν, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί διαχρονικά προϊόν συνομωσίας των ξένων, αυτών που ήθελαν να χαλάσουν την αρμονία και την ομορφιά του τόπου και της υπέροχης κανονικότητάς του.
Κι είναι αλήθεια πως σε κοινωνίες… Τύπου Α σαν κι αυτές, που κανείς δεν λέει τίποτα κακό σε κανένα κι όλοι αυτοθαυμάζονται, ο χρόνος κυλά αβίαστα και όμορφα όταν δεν βρέχει. Πράγμα όμως σπάνιο στην ιστορία του Ανθρώπου κι ακόμη κι αν η δική μας πέτυχε σε εκείνη ακριβώς τη σπάνια αναβροχιά, με μισό περίπου αιώνα ανάπτυξης πολιτιστικής και οικονομικής και κοινωνικής ειρήνης σε μια ήπειρο που είχε μάθει να σείεται αιώνες τώρα, ήρθε πλέον η ώρα της βροχής.
Η ώρα που κάποιος πρέπει να πει, έστω να ψελλίσει κάτι σε κάποιον πια, τουλάχιστον ότι βρέχεται και πως κάτι πρέπει να κάνει για αυτό.
Κι ακόμη κι αν όσα πρέπει να ειπωθούν έχουν εδώ και χρόνια κοσκινιστεί, ξεκαθαριστεί και διακρίνονται και λάμπουν σαν χρυσάφι που όλοι το βλέπουν ολοκάθαρα, λείπει αυτός που θα το πει.
Γιατί αυτό δεν μπορεί να το πουν παλιοί παραμυθάδες και οι νεόκοποι μαθητές τους, καθώς πάντα ο λαός θα ακούει τελικά στις φωνές τους τις ίδιες ιστορίες που του άρεσε να ακούει και πριν, αυτές για όμορφες πριγκίπισσες, δράκους και τέρατα.
Πρέπει να το πουν εκείνη που η φωνή τους έχει μια νέα, πρωτάκουστη χροιά, ικανής να ξυπνήσει την προσοχή ενός ημιληθαργικού λαού βυθισμένου στην υπνωτιστική αφήγηση των υποβολέων-παραμυθάδων, όσο κι έναν τόνο ζωντανό και θετικό, που θα δώσει έναυσμα στο μυαλό να σκεφτεί, να συγκρίνει, να αποφασίσει. Που θα μπορούν να μιλήσουν για τα λάθη του παρελθόντος και τον αγώνα του σήμερα, όχι ενοχικά ως δάσκαλοι απέναντι σε κακούς μαθητές ή ακόμη χειρότερα προτακτικά ως λοχίες σε νεοσύλλεκτους φαντάρους, αλλά όπως οι φίλοι μεταξύ τους, από το ίδιο ύψος και με την ίδια αγωνία. Που θα δώσουν τα πρώτα ερεθίσματα για το μέλλον μιας κοινωνίας ζωντανής και ανοιχτής στην αλλαγή, την πρόκληση τη δημιουργία, της οποίας η βάση θα χτιστεί με πίστη στο παρόν. Μιας κοινωνίας που κανείς δεν θα στερείται Παιδείας, Πρόνοιας και Υγείας, όσο και δεν θα αφήνεται να βαλτώσει τη ζωή του, πόσο μάλλον τη ζωή των άλλων. Που ο πολίτης θα γεννιέται με το δικαίωμα να ζήσει και να εκπαιδευτεί, την υποχρέωση να συμμετέχει και να συνεισφέρει και την πρόκληση να δημιουργήσει και να πρωτοπορήσει.
Που θα μιλήσουν για ένα τόπο που η Στιγμή και το τόσο αβίαστο και ευλογημένο Τώρα του, δεν μπορεί να συνεχίσει να ξοδεύεται στα τυφλά και αυτοστιγμεί, παρά να διοχετεύεται απ’ όλους προς τα μπροστά, σπρώχνοντας τη ζωή κάθε μέρα ακόμη παραπέρα.
Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να βρεθούν.
Και να τα πουν όλα αυτά.
Και πού ξέρεις, ίσως, περισσότερο απ’ όλα τα προηγούμενα, να γίνουν τα πιο ωραία, τα πιο μεγάλα παραμύθια από ποτέ, φτιαγμένα από το φως της αλήθειας.
Οι πιο μεγάλες και χρυσές ιστορίες μας.
Η ιστορία μας.
Καλο!