Πολύ σπάνια συμβαίνει αυτό.
Να ξεκινώ από τον τίτλο και να γράφω μετά. Γιατί μου φαίνεται στημένο, σαν να καθοδηγώ το χέρι μου να υπακούσει σε εκείνη την πρώτη προαίσθηση, αντί να το αφήσω να ανασύρει από την ψυχή μου όλη την αλήθεια μέσα στο κείμενο. Κι έτσι είναι συνήθως το τελευταίο που προσθέτω, το κλείσιμό μου, οι δυο τρεις λέξεις που θα εγκολπώσουν όλα όσα βγήκαν στο χαρτί.
Υπάρχουν όμως και αυτές οι εξαιρέσεις.
Όταν η ψυχή εκρήγνυται, φωνάζει αυτό που θέλει από την πρώτη γραμμή.
Όπως τώρα ας πούμε, που με έπιασε από τον σβέρκο και με κάθισε να γράψω για τον κόσμο της, όπως εκείνη τον ορίζει, αυτόν που προσπαθώ να φέρω σε συμφιλίωση με εκείνον που μπορώ να της δώσω.
Ο κόσμος της λοιπόν έχει έντονα χρώματα, παιδικά, σαν τις φωτογραφίες των παιδικών μου χρόνων.
Έχει ζεστασιά. Έχει ευγένεια, χαμηλούς τόνους. Θαυμασμό στον Άνθρωπο για όσα κατάφερε. Έχει τεμπελιά, πολλή θάλασσα και ήλιο, από τον γαλακτερό που σε σηκώνει από το κρεβάτι τα φθινοπωρινά πρωινά, στον μεσημεριανό που σου σκεπάζει τα πόδια τα σαββατοκύριακα του χειμώνα, εκείνον που σε ξεμυαλίζει με τη γενναιοδωρία του στις ανοιξιάτικες βόλτες, μέχρι τον μεσημεριανό του καλοκαιριού που σε σπρώχνει στη θάλασσα, για να σε θεραπεύσει στη γλυκειά αγκαλιά του το απόγευμα.
Ο κόσμος της έχει απειρες γεύσεις και μυρωδιές.

Και πολλή μουσική, αληθινή, όλων των ειδών και αποχρώσεων.
Έχει φιλίες παντοτινές, παιδικές, ολόκληρες.
Αγάπες. Για ανθρώπους, ιδέες, ακόμη και πράγματα.
Έχει πρωτότυπους χαρακτήρες, αστείους, γραφικούς, μεγαλύτερους από τη ζωή.
Αδιαφορεί για όλα τα μικρά και ταπεινά γύρω της, δεν τα καταδέχεται πάνω της, ασήμαντα βαρίδια στον δικό της δρόμο.
Μα έχει αγάπη για όλους, για όλα, για αυτό το Ένα που ξέρει πως αποτελεί κομμάτι της.
Κι είναι κι ο κόσμος που κατάφερα να φτιάξω για εκείνη.
Με πολλά ανεκπλήρωτα.
Δουλειές που δεν αγάπησα, μεγάλες στιγμές που με προσπέρασαν γιατί δεν πίστεψα.
Όρια που σήκωσα εκεί που έπρεπε να κάνω τα μεγάλα βήματα.
Αλλά και νίκες, μικρές και μεγάλες. Απέναντι στα σκοτάδια μου, στα λάθη που έκανα και όσους αδίκησα.
Και παιχνίδι, ναι, πολύ παιχνίδι, σαν παιδί, μέχρι και τώρα.
Και βιβλία, γνώσεις και πολύ σινεμά.
Όσο και την απελπισία για το αναπόδραστο, να προχωρά χέρι-χέρι με την ευγνωμοσύνη για το τώρα.
Έχει αγάπη για τον συνάνθρωπο, τόσο βαθιά, όσο και ποτέ εκπεφρασμένη.
Διψάει η ψυχή μου στον κόσμο μου. Και με τραβάει για περισσότερα. Ακόμη περισσότερα.
Όχι για την ίδια, όσο για εμένα τον ίδιο.
Δείχνοντάς μου τον δρόμο που μπορώ να περπατήσω.
Για να καθαρίσει τη ματιά μου, τα πνευμόνια μου, να μπει κι άλλη ομορφιά, κι άλλη αγάπη.
Να κλείσει κι άλλες τρύπες στο σουρωτήρι των ανασφαλειών μου, να μένει η χαρά πιο πολύ μέσα μου, για να τη δροσίζει ακόμη περισσότερο.
Δυο κόσμοι κι εγώ κι όλοι μας ένα. Να συναντιόμαστε και να τα λέμε κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου και μια-δυο φορές που τά ‘χω ανοιχτά.
Όπως και τώρα.