Η εβδομάδα

Ούτε μια εβδομάδα δεν πέρασε από εκείνη την ώρα που με ρώτησες.

‘’Εγώ ψηλώνω, εσύ κονταίνεις’’, με περιέπαιζες όλη τη μέρα στην παραλία και το συνέχιζες και το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθείς. Σου έφτιαξα το γάλα σου και, αφήνοντάς το στο τραπέζι μπροστά μας σου είπα πως ναι, αυτό ακριβώς είναι μαϊμουδάκι, εγώ θα κονταίνω και εσύ θα μεγαλώνεις και κάποια στιγμή θα γίνω γεράκος και εσύ θα με βοηθάς, όπως εγώ όταν ήσουν μωράκι.

‘’Και θα πεθάνεις;’, με ρώτησες.

‘’Αυτό θα αργήσει πολύ αγάπη μου’’’, σου απάντησα αμήχανα.

‘’Θα πεθάνεις όμως, δεν θέλω να πεθάνεις. Κι η μαμά; Κι εγώ θα μείνω μόνος μου στο σπίτι.’’ κι η φωνούλα σου είχε ήδη σπάσει

‘’Μην ανησυχείς αγάπη μου, εμεις θα είμαστε πάντα μαζί σου, ποτέ δεν θα μείνεις μόνος’’.

‘’Ανησυχώ, ανησυχώ πολύ μπαμπάκα’’ κι έτρεχαν τα δάκρυα από τα ματάκια σου. 

Σε αγκάλιασα και ξαπλώσαμε στον καναπέ. Ήσουν τρομαγμένος, όσο και ήρεμος και, παρότι βουρκωμένος, η σκέψη σου παρέμενε προσηλωμένη, σταθερή, γενναία.

‘’Θα περάσουν πολλά, πολλά χρόνια μέχρι τότε, θα έχεις κάνει κι εσύ παιδάκια και εμείς θα σας προσέχουμε και θα σας καμαρώνουμε από τον ουρανό.’’

‘’Ναι, αλλά δεν θα μπορείτε να κατέβετε, όχι δεν θα μπορείτε, δεν γίνεται αυτό. Ανησυχώ μπαμπά, ανησυχώ, θα μείνω μόνος μου στο σπίτι και εσείς δεν θα είστε εκεί.’’

‘’Δεν θα τρώω για να μη μεγαλώσω’’, είπες, αναζητώντας τη λύση από το αναπόδραστο.

‘’Όχι αγάπη μου, πρέπει να τρως, αλλιώς δεν θα έχεις δύναμη για να ζεις ωραία’’.

Συνεχίσαμε να μιλάμε για ώρα. Έπινες το γάλα σου και σκεφτόσουν, ρωτούσες, όσο κι αν τα ωμάκια σου ειχαν μαζέψει και το μετωπάκι σου ζάρωνε.

Πήγαμε στο κρεβάτι, σου είπα μια ωραία ιστορία και αποκοιμήθηκες γρήγορα στην αγκαλιά μου.

Το πρωί ξύπνησες όμορφα, με διάθεση, όπως σχεδόν πάντα κάνεις. 

«Το φαγητό μας δίνει δύναμη, πρέπει να τρώμε», ήταν οι πρώτες σου λέξεις, όταν πια είχαμε για τα καλά σηκωθει.

Είχες ήδη αφήσει πίσω το μετά για το τώρα, με αυτή τη σπουδαία δύναμη που έχουν τα παιδιά, μα καταφέρνουν να διατηρούν τόσο λίγοι από εμάς, καθώς μεγαλώνουμε.

Πέρασαν οι μέρες όμορφα στο νέο σου σχολείο και χθες σε γυρνούσα στο σπίτι να σε αφήσω στη μαμά. 

«Και τώρα θα είσαι ολομόναχος στο σπίτι;» μου είπες λίγο πριν φτάσουμε.

«Όχι αγάπη μου, καθόλου, θα έχω τη θεία, τη Λίνα, τον Χρήστο, πολλούς φίλους εκεί.»

«Στο σπίτι όμως, θα είσαι ολομόναχος μπαμπάκα;»

«Εκεί θα έχω τα κουκλάκια σου αγάπη μου και θα μιλήσουμε το βράδυ πριν κοιμηθώ και θά’ ναι σαν να είμαστε παρέα.»

Με κοίταξες. Δεν μίλησες, αποστρέφοντας το βλέμμα σου προς τα έξω.

Μέσα σε μια εβδομάδα, είχες βίωσει το ταξίδι της ζωής. Σε τρόμαξε, χωρίς να σε φοβίσει όμως, στάθηκες απέναντί του, το κοίταξες και το αποδόμησες στη ρίζα του.

Μόνος σου αγάπη μου. ολομόναχος, όπως είπες κι εσύ.

Αυτό ακριβώς.

Μα όλα γύρω σου θα σε αγαπάνε.

Γιατί φτιάχτηκες για να αγαπηθείς και να ζεστάνεις τις ζωές των άλλων, όσο και τη δική σου.

Σε φαντάζομαι να περπατάς ήρεμα, με το στήθος σου μπροστά, τα ματάκια σου ορθάνοιχτα σε κάθε τι, κι άλλοτε να κοντοστέκεσαι, άλλοτε να μαζεύεσαι ή να τρέχεις με ενθουσιασμό.

Νέα πράγματα θα ανοίγονται μπροστά σου, σπουδαίες εποχές, μεγάλες αποφάσεις.

Όλομόναχος;

Ναι, όπως όλοι μας, μοναχικός όμως, ποτέ.

Όχι εσύ.

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s